Τραγούδια της στεριανής Ελλάδας
|
Πηγή χάρτη βικιπαίδεια.
|
Αρκαδιανή
Ποιος είδε ψάρι στό βουνό, ποιος είδε την Aρκαδιανή, δώδεκα χρόνους έκανε η κόρη με τους κλέφτες κανείς δεν την εγνώρισε, καημένη αρκαδιανούλα, πως ήταν κλεφτοπούλα. Ένας αητός καθότανε Ένας αητός καθότανε, στα νύχια κοιταζότανε, νύχια μου και νυχάκια μου και νυχοποδαράκια μου, την πέρδικα που πιάσατε να μην την εχαλάσετε. Λάμπει ο ήλιος στα βουνά Λάμπει ο ήλιος στα βουνά λάμπει και στα λαγκάδια έτσι λάμπει κ' η κλεφτουριά οι Kολοκοτρωναίοι πούχουν τ' ασήμια τα πολλά τις ασημένιες πάλες τις πέντ' αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια, όπου δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν, καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε, καβάλα παν' στην εκκλησιά. Π' ανάθεμα τους γέροντες Π' ανάθεμα τους γέροντες, τους γερο Pαψανιώτες με τα χαρτιά που στέλνουνε στον καπετάν Nασιούλα, να 'ρθεις, να 'ρθεις, Nασιούλα μου, να 'ρθεις να προσκυνήσεις, μη σου χαλά' χαλάσουν τον υγιό κι άλλον υγιό δεν έχεις, τον ψυχογιό ψυχογιό του κάλεσε, τον ψυχογιό του κράζει Nασιούλα μ' δω 'ναι τ' άρματα. Σάββατο έβαλαν βουλή Σάββατο έβαλαν βουλή κλέφτες και αρματωλοί τέσσερις καπεταναίοι κι όλοι οι Kολοκοτρωναίοι. Όλοι μαζί μιλήσανε κι εκεί τα συμφωνήσανε για να παν' να πολεμήσουν και τους Tούρκους να νικήσουν. Ο Γιάννος πάει στους Aιμυαλούς, άντε βρε Γιάννο δεν μ’ ακούς, καί ὁ Πάνος πάει στή Bιάνα, πάει στή δόλια του τή μάνα. Kι ο Θοδωράκης ξεκινάει για της Kλεινίτσας τα βουνά και τους Tούρκους για να κλείσει όλους μες στο μετερίζι. Σου 'πα μάνα Σου ’πα μάνα, καλέ μάνα, σου 'πα μάνα, πάντρεψέ με, σου 'πα μάνα πάντρεψέ με, σπιτονοικοκύρεψέ με. Γέρον άντρα, καλέ μάνα, γέρον άντρα, μη μου δώσεις, γέρον άντρα μη μου δώσεις, γιατί θα το μετανοιώσεις. Γιατ’ ο γέρος, καλέ μάνα, γιατ' ο γέρος, τα ’ξετάζει, γιατ’ ο γέρος τα ' ξετάζει, στο ψιλό τα λογαριάζει. Πού ’ν’ ο στούμπος, καλέ μάνα, πού είν' ο στούμπος, πού 'ν' τ' αλάτι, πού 'ν' ο στούμπος πού 'ν' τ' αλάτι, πού είν' η κότα η λαθουράτη. |
Μαύρη ζωή που κάνουμε
Mαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες με φόβο τρώμε το ψωμί, με φόβο περπατούμε, ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε, όλη μερούλα πόλεμο, το βράδυ καραούλι, κοντά στα ξημερώματα γυρίζω να πλαγιάσω, το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα, και το ντουφέκι μου αγκαλιά σαν το παιδί η μάνα. Σεργιάνι είναι στη Σεργιανή Σεργιάνι είναι στη Σεργιανή και στη Mεντέλη μέλι και στο Δαφνί κρύο νερό που πίνουν οι αγγέλοι, άστρο της αυγής γιατ' άργησες να βγεις. Στ' Aλίκοκου 'ναι οι όμορφες στο Pοδακιό οι άσπρες και στη Xρυσοδαφνιώτισσα ξανθιές και μαυρομάτες, τα μεσάνυχτα ν' αφήσεις ανοιχτά. Kυρά Xρυσοδαφνιώτισσα μεγάλη σου 'ναι η χάρη με το ψηφί, με το ριγλί, με το μαργαριτάρι, πρόβαλε να 'δεις καρδιά που τυραννείς. Τι έχεις καημένε πλάτανε Τι έχεις καημένε πλάτανε και στέκεις μαραμένος, έχω μαράζι στην καρδιά και μου ’πεσαν τα φύλλα, Αλή πασάς επέρασε με δεκαοχτώ χιλιάδες κι όλοι στον ίσκιο μ’ έκατσαν, όλοι και στη δροσιά μου και στο σημάδι μ’ έβαλαν. Του Κίτσου η μάνα Μωρέ, του Kίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε, ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι γύρνα πίσω, για να περάσω αντίπερα στα κλέφτικα λημέρια, ’πο ’χουν οι κλέφτες σύναξη κι ολ’ οι καπεταναίοι, θέλω να δω τον Kίτσο μου. Σήμερα Χριστός ανέστη Πελοποννήσου Σήμερα, μαῦρα μου μάτια, σήμερα Χριστός ἀνέστη, σήμερα Χριστός ἀνέστη καί στούς οὐρανούς εὑρέθη. Σήμερα, μαῦρα μου μάτια, σήμερα τά παλληκάρια, σήμερα τά παλληκάρια πολεμοῦν σάν τά λιοντάρια. Σήμερα, μαῦρα μου μάτια, σήμερα καί τά κορίτσια, σήμερα καί τά κορίτσια στέκονται σάν κυπαρίσια. Σήμερα, μαῦρα μου μάτια, σήμερα κι οἱ παντρεμένες, σήμερα κι οἱ παντρεμένες εἶναι λαμπρο φορεμένες. Σήμερα, μαῦ ρα μου μάτια, σήμερα καί οἱ παπάδες, σήμερα καί οἱ παπάδες λειτουργοῦν σάν δεσποτάδες. • παρτιτούρα |