
Αιγαίο - Μικρασία
Από την ανακάλυψη της ναυσιπλοΐας στην αρχαιότητα το Αιγαίο είναι η θάλασσα που ενώνει δυο ηπείρους. Με 3.000 μικρά και μεγάλα νησιά έχει αναπτύξει έντονο το στοιχείο της ιδιαιτερότητας κάθε τόπου. Οι άνθρωποι… γαντζωμένοι λες πάνω στους αγριόβραχους, ίδια υπερασπίζονται και τον τοπικό τους πολιτισμό, τις μουσικές, τα τραγούδια, τους χορούς, τα ενδύματα κλπ.
Αυτή η πολιτιστική περιοχή περιλαμβάνει τα μεγάλα νησιά του Βορείου Αιγαίου Ικαρία, Ίμβρο, Λέσβο, Λήμνο, Σάμο, Τένεδο και Χίο.
Δείτε και Αιγαίο Πέλαγος στην ελληνική βικιπαίδεια.
Από την ανακάλυψη της ναυσιπλοΐας στην αρχαιότητα το Αιγαίο είναι η θάλασσα που ενώνει δυο ηπείρους. Με 3.000 μικρά και μεγάλα νησιά έχει αναπτύξει έντονο το στοιχείο της ιδιαιτερότητας κάθε τόπου. Οι άνθρωποι… γαντζωμένοι λες πάνω στους αγριόβραχους, ίδια υπερασπίζονται και τον τοπικό τους πολιτισμό, τις μουσικές, τα τραγούδια, τους χορούς, τα ενδύματα κλπ.
Αυτή η πολιτιστική περιοχή περιλαμβάνει τα μεγάλα νησιά του Βορείου Αιγαίου Ικαρία, Ίμβρο, Λέσβο, Λήμνο, Σάμο, Τένεδο και Χίο.
Δείτε και Αιγαίο Πέλαγος στην ελληνική βικιπαίδεια.
Δημοτικά τραγούδια Αιγαίου - Μικρασίας
Αγάπη είχα κι έχασα
(Ντούνες και ντούνες) Aγάπη είχα κι έχασα από την αμελιά μου, τώρα τη βλέπω σ’ άλλονε και καίγετ’ η καρδιά μου, ντούνες και ντούνες, μα την Παναγιά, φαραώ και μπαγιαντέρα έχεις τα μαλλιά. O ουρανός κι αν κατεβεί κι η γης ανέβει απάνω, δεν σε αρνούμαι μάτια μου, εκτός αν αποθάνω, έλα να σε φιλήσω και φίλα με κι εσύ, και σαν το μαρτυρήσω, μαρτύρα το κι εσύ. Όλος ο κόσμος με ρωτά τι έχω κι όλο λυώνω, μα τη φωτιά που μ’ άναψες δεν τήνε φανερώνω, ο ήλιος βασιλεύει στην άκρη του γιαλού, πουλί μου αγαπημένο μην αγαπάς αλλού. Aλοίμονο όποιος το πει πως ειν’ γλυκιά η αγάπη, εγώ που τη δοκίμασα είναι πικρή φαρμάκι, ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται, κι ο νους μου στο κεφάλι δεν π'ριμαζώνεται.
Αηδόνια μου γλυκόλαλα
Αηδόνια μου γλυκόλαλα, χαρούμενα πουλάκια, σωπάσετε, σιγήσετε, αηδόνια μου, κι όλα ν’ αφουγκραστείτε. Ν’ ακούστε το τραγούδι μου το παραπονεμένο και μια στερνή παραγγελιά, αηδόνια μου, από ’ναν λαβωμένο. Να πάτε στη μανούλα μου, στ’ αδέρφια μου να πάτε, και το πικρό τραγούδι μου, αηδόνια μου, γλυκά να τραγουδάτε.
Γιωργίτσα Ἐγώ ’λεγα νά σ’ ἀγαπῶ, κανείς νά μήν τό ξέρει, τώρα τό μάθανε οἱ δικοί, τό μάθανε κι οἱ ξένοι, ἔλα Γιούλα, Γιούλα, Γιούλα, ἔλα πάρε με, ἄνοιξε τίς δυό σου ἀγκάλες, μέσα βάλε με. Tό γιασεμί στήν πόρτα σου ἄνθισε καί θά δέσει, τ’ ἀγγελικό σου τό κορμί στά χέρια μου θά πέσει, μάζεψε σύ τά γιασεμιά κι ἐγώ τά βελονιάζω, πούλησε τήν ἀγάπη σου κι ἐγώ τήν ἀγοράζω. Δώδεκα ευζωνάκια
Δώδε κα ευζωνάκια τ' αποφασίσανε, στον πόλεμο να πάνε, Παναγιά μου, να πολεμήσουνε. Στο δρόμο που πηγαίνουν, στη Mαύρη Θάλασσα, Tούρκων καράβια βλέπουν, Παναγιά μου, μ' ασκέρια περισσά. Δεν κλαίω το καράβι, δεν κλαίω τα πανιά, μον' κλαίω τα ευζωνάκια, Παναγιά μου, τ' ανήλικα παιδιά. Bοήθα Παναγιά μου, να ταγλυτώσουμε, κι όλα σου τα καντήλια, Παναγιά μου, να στ' ασημώσουμε.
Εβραιοπούλα
Ένα Σαββάτο βράδυ, μια Kυριακή πρωί. βγήκα να σεργιανίσω μες στην Eβραιακή. Bλέπω μια Εβραιοπούλα και ελουζότανε, με ασημένιο τάσι περιχυνότανε και μ' ασημένιο χτένι ηδιαλυζότανε. Tης λέγω Εβραιοπούλα να γίνεις χριστιανή, να λούζεσαι Σαββάτο, ν' αλλάζεις Kυριακή και να μεταλαβαίνεις κάθε Σαρακοστή. Eγώ είμαι Εβραιοπούλα, δεν είμαι χριστιανή και πώς θα μεταλάβω κάθε Σαρακοστή; Eγώ θα σε βαφτίσω, να γίνεις χριστιανή, και να μεταλαβαίνεις Xριστού και τη Λαμπρή. Εμένα μου το είπανε Ἐμένα μοῦ τό εἴπανε, κυρ Κωστάκη ἔλα κοντά, ἄνθρωποι μερακλῆδες, ἔβγα να σέ δῶ νά παρηγορηθῶ, ἄνθρωποι μερακλῆδες, ἔβγα ταίρι μου και πιάσ' τό χέρι μου. Πώς τήν καλύτερη ζωή, κυρ Κωστάκη ἔλα κοντά, τήν κάνουν οἱ μπεκρῆδες, ἔλα πέρασε, παῖξε καί γέλασε, τήν κάνουν οἱ μπεκρῆδες, δέν ξαναπερνώ 'πό τοῦτο τό στενό. Αὐτά τά μαῦρα πού φορεῖς, κυρ Κωστάκη ἔλα κοντά, δέν τά φορεῖς γιά λύπη, πάπια χήνα μου νά 'χεις τό κρίμα μου, δέν τά φορεῖς γιά λύπη, χήνα πάπια μου, να 'χεις τά πάθια μου. Μον' τά φορεῖς γιά ὀμορφιά, κυρ Κωστάκη ἔλα κοντά, καί γιά ζαριφιλίκι, πάπια τοῦ γιαλοῦ μήν ἀγαπᾶς ἀλλοῦ. καί γιά ζαριφιλίκι, πάπια τοῦ γιαλοῦ τί ἀγάπησες ἀλλοῦ. Έχε γεια πάντα γεια Στό Γαλατά ψιλή βροχή καί στά Tαταῦλα μπόρα, βασίλισσα τῶν κοριτσιῶν εἶναι ἡ μαυροφόρα. Ἔχε γειά πάντα γεια, τά μιλήσαμε, ὄνειρο ἤτανε, τά λησμονήσαμε. Στό Γαλατά θά πιῶ κρασί, στό Πέρα θά μεθύσω, καί μές ἀπ’ τό Γεντί Kουλέ κοπέλα θ’ ἀγαπήσω. Γεντί Kουλέ και Θαραπειά, Ταταῦλα καί Nιχώρι, αὐτά τά τέσσερα χωριά ’μορφαίνουνε τήν Πόλη. Έχεις φρύδια σαν γιοφύρια Έχεις φρύδια σαν γιoφύρια, έχεις μάτια ζευτουνιά, σ’ έχουνε ζωγραφισμένη στήν Ἁγια Σοφιά, είσαι άσπρη σαν το χιόνι, λαμπερή σαν τη φωτιά, σ’ έχουνε ζωγραφισμένη, στήν Ἁγια Σοφιά. Άσπρη μου παχιά σουλτάνα την καρδιά μου ράγισες και το νου μου τον επήρες και τον εβαλάντωσες.
|
Θε' να ταξιδέψω πάλι
Θε’ να ταξιδέψω θέλω, έρι πάλι, στης Αττάλειας τα νερά, και μια ψαριανή κοπέλα, έρι πάλι, το μαντήλι της κουνά. Με τα ψαριανά καράβια, έρι πάλι, που 'χουν ναύτες λεβεντιά, που 'χουν ναύτες παλληκάρια, έρι πάλι, κι έχουν όρτσα τα πανιά. Είπα σου να φύγω θέλω, έρι πάλι, έλα ακλούθα με κι εσύ, κι ας βουλιάξει το καράβι, έρι πάλι, κι ας ρημάξει το νησί. • παρτιτούρα Καλέ δεν με λυπάσαι
Καροτσέρη τράβα Καροτσέρη τράβα να πάμε στα Ταταύλα, πόσα τάλληρα γυρεύεις να μας πας και να μας φέρεις. καροτσέρη τράβα, γρήγορα να πάμε, καροτσέρη τράβα ίσια να μας πας και στα Πατήσια, καροτσέρη να δυο λίρες για τις βόλτες που μας πήγες, Κάτω στο γιαλό Kάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι, κόρην αγαπώ, ξανθή και μαυρομάτα, δώδεκα χρονώ κι ο ήλιος δεν την είδε, μον' η μάνα της Kανέλα τη φωνάζει, Kανελόριζα και άνθος της κανέλας, κόρη της μηλιάς τα μήλα φορτωμένη. Zήτησα κι εγώ να πάω να κόψω μήλα, μήλα δεν ηύρα μόν' τον καημό επήρα πέφτω σ' αρρωστιά.
Μάιος
Σαν τα μάρμαρα της Πόλης Σαν τα μάρμαρα της Πόλης, βρ' αμάν ωχ αμάν, πού 'ναι στην Αγιά Σοφιά. Έτσι τά 'χεις ταιριασμένα μάτια φρύδια και μαλλιά. Αποφάσισα να γίνω στην Αγιά Σοφιά κουμπές. Να 'ρχονται να προσκυνάνε μαυρομάτες και ξανθές.
Στο 'πα και στο ξαναλέω Στό ’πα καί στό ξαναλέω στό γιαλό μήν κατεβεῖς, στό γιαλό κάνει φουρτούνα καί σέ πάρει καί διαβεῖς. Kι ἄν μέ πάρει καί μέ πάει κάτω στά βαθιά νερά, κάνω τό κορμί μου βάρκα καί τά χέρια μου κουπιά, τό μαντήλι μου πανάκι, μπαίνω, βγαίνω στή στεριά. Στό ’πα καί στό ξαναλέω μή μοῦ γράφεις γράμματα, γιατί γράμματα δέν ξέρω καί μέ πιάνουν κλάματα. Σύρε να πεις στη μάνα σου Σύρε να πεις στη μάνα σου να κάνει κι άλλη γέννα, να κάψει κι αλλουνού καρδιά ως έκαψε κι εμένα, αμάν, αμάν, όπα, γιάλα, τα ματάκια σου τα μαύρα, τα ματάκια σου τα μαύρα, που 'ν' όλο φωτιά και λαύρα. Όταν σ' εγέννα η μάνα σου ο ήλιος εκατέβη, σου 'δωσε χάρη κι ομορφιά κι ύστερα πάλι ανέβη, αμάν, αμάν, μπινταγιάλα, τα ματάκια σου τα μαύρα, τα ματάκια σου τα μαύρα, που 'ν' όλο φωτιά και λαύρα. Βλέπεις εκείνο το βουνό που άναψε και καίει, δεν ειν' φωτιά δεν ειν' καπνός, αγάπη είναι και κλαίει, αμάν, αμάν, μπινταγιάλα, τα ματάκια σου τα μαύρα, τα ματάκια σου τα μαύρα, που 'ν' όλο φωτιά και λαύρα. Τα παιδιά της γειτονιάς σου
Τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε, πάλι μεθυσμένος είσαι μου φωνάζουνε. Θα τα πιάσω να τα δείρω τα μπαγάσικα, θα τα δώσω δυο χαστούκια να ‘ναι χάσικα. Σαν μεθώ και πέφτω κάτω και λασπώνουμαι, βάζω μπρος τα δυο μου χέρια και σηκώνουμαι. Όλο ούζο, ούζο, ούζο, το βαρέθηκα, φέρτε κι ένα κονιακάκι, που τ' ορέχτηκα.
|