Άγιον όρος

Ιάκωβος, ο δια Χριστόν σαλός
Τ ο α γ ρ ι μ ά κ ι τ ο υ Θ ε ο ύ
“…Και εγενόμην κνώδαλον ενώπιον των ανθρώπων”
Στον αδελφό μου Παναγιώτη, που με τη μεσολάβησή του γνώρισα την ευωδιά του Αγίου Όρους.
Ήτανε Μάρτης, πριν πολλά πολλά χρόνια… Όπως και τώρα, και τότε ο κόσμος μέχρι και την Καθαρή Δευτέρα συνέχιζε το αποκριάτικο ξεφάντωμά του, με τις όμορφες ή και χοντροκομένες μεταμφιέσεις του, τις φάρσες, τα τρανταχτά γέλια, τα πειράγματα και τις λοιδορίες, όπως πάντα, των αρχόντων του…
Αλλά στη ξακουστή του Άθωνα μοναχοπολιτεία, από την αρχή κιόλας του Τριωδίου, τα πάντα τύλιγε μια ιερή σιωπή. Μετρημένα τα λόγια, χαμηλόφωνες και κατανυκτικές οι ψαλμωδίες, αυστηρή η νηστεία, πολλή η προσευχή. Εφαρμόζοντας την προτροπή “ένδον σκάπτε”, κάθε σωστός μοναχός κοίταζε να βελτιώσει τον εαυτό του και δεν ασχολούνταν με το τι κάνουν οι άλλοι. Στην έρημο του Αγίου Όρους, από την Καθαρή Δευτέρα και για τρεις συνεχόμενες μέρες, αρκετοί ασκητές δεν έβαζαν στο στόμα τους ούτε καν νερό, αφοσιωμένοι ολοκληρωτικά στην προσευχή… Αυτό το πνευματικό κλίμα επηρέαζε τα μέγιστα και τη ζωή των σπουδαστών στην Αθωνιάδα Σχολή και κάποια παιδιά προσπαθούσαν να αντιγράψουν τα υψηλά πρότυπά τους. Ο σχολάρχης Χρυσόστομος Λαυριώτης, άνδρας εμπειρότατος στα πνευματικά και άριστος καθοδηγητής των νέων, απαγόρευε στους σπουδαστές τις ακραίες μορφές άσκησης, κατά βάθος όμως χαιρόταν που η Αθωνιάδα του έστρεφε την πλώρη της προς την κορυφή του Άθω! Στον Εσπερινό της αγάπης και της συγχωρήσεως πριν την Καθαρή Δευτέρα, κατεβαίνοντας από τον δεσποτικό του θρόνο, είχε περάσει μπροστά από κάθε σπουδαστή κάνοντάς του υπόκλιση και ζητώντας τη συγγνώμη του, ενσαρκώνοντας με τον τρόπο αυτό το πρότυπο της απλότητας, της ταπεινότητας και της καλοσύνης που δεν θα έσβηνε ποτέ από τη μνήμη του.
Με την ευλογία του εκείνη την Καθαρή Εβδομάδα του έτους 1981, με μια ομάδα σπουδαστών των μεγαλύτερων τάξεων και με δεύτερο συνοδό τον φιλόλογο Χ.Δ., αποφασίσαμε ένα μικρό προσκύνημα στην “έρημο” του Αγίου Όρους ― την εσχατιά δηλαδή της χερσονήσου, που αρχίζει από την κακοτράχαλη σκήτη της Αγίας Άννας και αποτελεί το “Άγιο Βήμα” του ιερού αυτού τόπου.
Χωριστήκαμε σε δυο ομάδες. Η δική μου κατευθύνθηκε πρώτα προς την καλύβη του γέροντα Άνθιμου του πνευματικού, στην σκήτη της Αγίας Άννας. Πολλά είχαμε ακούσει για τη σοφία, τη χάρη του λόγου του, το διορατικό του χάρισμα, την αρετή του. Πράγματι, ο γέροντας Άνθιμος ήταν ένα από τα πιο σπάνια και μυρίπνοα άνθη της Αθωνικής ερήμου! Ιεροπρεπέστατος αλλά και καλλιτεχνική φύση - καθότι και αγιογράφος - είχε περιποιημένο παρουσιαστικό και μιλούσε μια γλώσσα αρχαΐζουσα αλλά πόσο όμορφη! Υποδεχόταν με πολλή αγάπη τους επισκέπτες του αλλά όπου έπρεπε και με την απαιτούμενη αυστηρότητα… Και του άρεσε να διανθίζει τον εύχαρι λόγο του, ιδιαίτερα όταν μιλούσε σε νέους, με συχνές διδακτικές αναφορές στους αρχαίους Έλληνες σοφούς!
Λίγο πριν φτάσουμε στην καλύβη του γέροντα, ένα απροσδόκητο θέαμα μας καθήλωσε όλους. Δεν ήταν άνθρωπος του κόσμου τούτου αυτός που πρόβαλλε μπροστά μας… Αναμαλλιασμένος, γυμνοπόδαρος, χωμένος στο παλιό ξέθωρο ράσο του… Καθισμένος κατάχαμα, καθάριζε με τα δοντάκια του μια φούχτα αγριόχορτα που ’χε μαζέψει και τα έβαζε σε μια μικρή τσέπη στο στήθος του… Αδιάκριτη περιέργεια μας τράβηξε γύρω του, ο ίδιος ωστόσο αδιαφορώντας παντελώς για την παρουσία μας συνέχισε αμίλητος τη δουλειά του… Ένα παιδί τον λυπήθηκε και του έδωσε ένα τυλιχτό γλύκισμα, το πήρε και το έφαγε μονομιάς…
Εκείνη τη στιγμή, έφτασε κοντά μας κι ο πατέρας Ιλαρίωνας ο ξυλογλύπτης, που ερχόταν να συναντήσει τον γέροντα Άνθιμο να κανονίσουν για κάποια ακολουθία. Μαντεύοντας την απορία μας, μας εξήγησε πως ο πατήρ Ιάκωβος έχει πάθει στο μυαλό. “Λένε πως τον χτύπησε στο κεφάλι ο γέροντάς του με ένα ξύλο, όταν έκανε παρακοή… Από τότε έπαθε… Επαναλαμβάνει τα ίδια πράγματα πολλές φορές και η μνήμη του έχει σταματήσει στην ηλικία των 40 ετών, όταν συνέβη αυτό… Να, να τον ρωτήσουμε…”
― Ιάκωβε, πόσων χρονών είσαι;
― Το σπάσιμο! Κατεβαίνει το σπάσιμο… Το σπάσιμο! Κατεβαίνει το σπάσιμο…
“Εννοεί μάλλον το χτύπημα από τον γέροντά του…”, εξήγησε ο πατήρ Ιλαρίων.
― Ιάκωβε, πόσων χρονών είσαι; επανέλαβε ο πατήρ Ιλαρίων.
― Σαράντα… παραπάνω! Σαράντα… παραπάνω…
Και μετά, άλλες ασυναρτησίες:
― Πάει ο Χειμώνας, πέρασε… Πάει ο Χειμώνας, πέρασε…
― Έβγαλα δόντια τώρα! Έβγαλα δόντια…
Η πόρτα της καλύβας άνοιξε και πρόβαλε μπροστά μας, ήλιος φωτεινός, ο γέροντας Άνθιμος. Μας χαιρέτησε με πολλή αγάπη και μας έδωσε την ευχή του. Βλέποντας και τον Ιάκωβο παρέκει, τον αξιοποίησε ως παράδειγμα στη διδαχή του… (Ποιος είπε πως και οι ενάρετοι δεν κάνουν κάποιες φορές λάθη;)
― Προσέχετε, παιδιά, να ακολουθείτε πάντα το θέλημα του Θεού για να έχετε την ευλογία του! Και πάντα να κάνετε υπακοή στους διδασκάλους σας και στον πνευματικό σας… Να, βλέπετε ο Ιάκωβος… Έκανε παρακοή και ο Θεός …
Τα μάτια του Ιάκωβου άστραψαν τότε, καρφώθηκαν στον γέροντα Άνθιμο και φωνή υπόβραχνη από τα έγκατα της ψυχής ακούστηκε:
― Σ’χωράει ο Θεός… Είναι μεγάλος ο Θεός! Σ’χωράει ο Θεός… Είναι μεγάλος ο Θεός!
Δεν μίλησε κανείς. Μείναμε αποσβολωμένοι… Ο Ιάκωβος βρισκόταν σε μια απόσταση που λογικά δεν πρέπει να είχε ακούσει τα λόγια του γέροντα Άνθιμου! Σχημάτισα τότε την εντύπωση πως τούτος ο παράξενος καλόγερος, κάτω απ’ το ελεεινό παρουσιαστικό του, έκρυβε κάτι πολύ σπουδαίο… Μείναμε ακόμα λίγο με τον Ιάκωβο, ακούγοντας τα ακατάληπτά του. Κι ανάμεσα σ’ αυτά, πετούσε και κάποια λόγια μέ νόημα.
― Κυριακή μην πιάνουμε δουλειά… Κυριακή μην πιάνουμε δουλειά… είπε σαν σμίξαν οι ματιές μας. Δαγκώθηκα, γιατί μου φάνηκε πως το ’λεγε σε μένα, που ’χα την κακή συνήθεια να μην ξεχωρίζω καθημερ’νές και σχόλες…
Ο καιρός πήρε να χαλάει κι είχαμε την αγωνία για την επόμενη μέρα, αν θα ερχόταν το καραβάκι για να συνεχίσουμε το προσκύνημά μας στην έρημο του Αγίου Όρους. Κάπου το απόγευμα ανταμώσαμε την άλλη ομάδα των σπουδαστών που είχαν κι αυτοί την ίδια αγωνία για το καραβάκι της επόμενης μέρας. Όπου σε μια στιγμή βλέπουμε το Ιακωβάκι (έτσι τον αποκαλούσαν οι άλλοι καλόγεροι, επειδή ήταν μικροκαμωμένος αλλά κι επειδή το φέρσιμό του θύμιζε μικρού παιδιού) να κατηφορίζει την πλαγιά επαναλαμβάνοντας:
― Έχ’ καράβ’, έχ’ μοτέρ… Έχ’ καράβ’, έχ’ μοτέρ’…
Ο συνάδελφος Χρήστος έσκυψε να του φιλήσει τα χέρια, πιστεύοντας πως ο Θεός τον έστειλε να μας βγάλει από την αγωνία. Αλλά ο καλόγερος έσκυψε πιο γρήγορα, άρπαξε από τη γη κάτι καβαλίνες μουλαριών και με γεμάτες τις χούφτες του απομακρύνθηκε μονολογώντας κι αποφεύγοντας έτσι το χειροφίλημα…
Από την πρώτη αυτή επαφή με τον παράξενο αυτόν μοναχό, μου μπήκε η ιδέα να καταγράψω ό,τι θα άκουγα γι’ αυτόν, περιστατικά και λόγια, στα χρόνια της παραμονής μου αλλά και των μελλοντικών μου επισκέψεων στον Άθωνα. Τις περισσότερες πληροφορίες τις πήρα από από τον πατέρα Κοσμά της σκήτης των Ιβήρων, που τον εγνώριζε καλά. Άλλες, συνομιλώντας με γεροντάδες και μοναχούς κυρίως στη Νέα Σκήτη. Η ιστορία του λοιπόν έχει πάνω κάτω ως εξής.
Γεννήθηκε στη Μικρασία, στο ξεκίνημα της πρώτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα, σ’ ένα χωριό πιο μέσα από τη Σμύρνη. Εκεί, ένας γερο-μπακάλης του ’χε δώσει να διαβάσει τον βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου. “Άντε να σε δω να του μοιάσεις”, του ’χε πει με νόημα… Τα λόγια τούτα έμελλε να τον σημαδέψουν. Χρόνια μετά τα έφερνε στο μυαλό του κι έλεγε ”Τι σοφός λόγος αυτός, τι σοφός”!
Φαίνεται πως η ευχή του γερο-μπακάλη έπιασε κι ο νεαρός έβαλε στόχο στη ζωή του να μιμηθεί τη ζωή του αγίου. Δεν είχε κλείσει ακόμα τα δεκαεπτά του, όταν μπάρκαρε για το Άγιο Όρος. “Δεν έτρωγα δυο δραχμές για να οικονομήσω τα ναύλα”, έλεγε. Κι αμέσως μετά συμπλήρωνε:”Κρίμα στα ναύλα… Κρίμα στα ναύλα…”
Πήγε αρχικά στην σκήτη της Μικράς Αγίας Άννας όπου έγινε δόκιμος μοναχός. Έκανε και σε σπηλιά στη σκήτη αυτή. ”Έκανα αγώνα τότε”, μονολογούσε αργότερα, “τώρα το έχασα το γαΐδούρι…”, εννοώντας το μυαλό. Όταν άλλαζε τόπο, “κι εδώ θα μουχλιάσω… κι εδώ θα μουχλιάσω…”, έλεγε.
Η μεγάλη θέρμη της καλογερικής ζωής οδηγούσε συχνά τον νεαρό δόκιμο σε υπερβολές. Τον έβαζαν οι γεροντάδες να κάνει εκατόν πενήντα μετάνοιες, αυτός έκανε τρεις χιλιάδες… Ο Γλυκέριος ο παραδελφός του ήτανε πολύ αυστηρός και τον χτυπούσε πολύ. “Πόσες τάβλες σπάσανε στα πλευρά μου…πόσες τάβλες…”, μονολογούσε αργότερα.
Ήθελε να τον πουν Αναστάσιο. Όταν άκουσε πως του δώσαν το όνομα Ιάκωβο, λένε πως σήκωσε απότομα το κεφάλι του και κτύπησε. Άλλοι πάλι λένε πως τον χτύπησε ο γέροντάς του στο κεφάλι και από τότε έπαθε… Όπως και να ‘χει, οι μοναχοί είχαν συνδέσει το πάθημά του με τιμωρία από τον Θεό για τον ανυπάκουο χαρακτήρα του και δεν δίσταζαν να το χρησιμοποιήσουν ως παράδειγμα στους νεότερους, για να τονίσουν την μεγάλη αξία της υπακοής.
Τα τελευταία του χρόνια εγκαταβίωσε στη σκήτη της Αγίας Άννας. Οι πατέρες εκεί ήταν αγωνιστές. Εκτός από τους εξαντλητικούς πνευματικούς τους αγώνες σκληραγωγούσαν και το σώμα τους. Λέγαν πως όταν δεν είχαν κάτι να κουβαλήσουν από το λιμανάκι ως το κελί τους, γέμιζαν το ταγάρι τους με πέτρες κι ανέβαιναν έτσι φορτωμένοι την τραχιά ανηφοριά της σκήτης (δεν υπήρχαν ακόμη τα σκαλοπάτια), που αν δεν ήσουν γυμνασμένος σου έβγαινε η ψυχή!
Ο Ιάκωβος σ’ όλη του τη ζωή υπήρξε μονοχίτωνας. Το μοναδικό ζωστικό που φορούσε ήταν θαμπό από τα χρόνια και χιλιομπαλωμένο. Όπως έλεγαν οι πατέρες, “δεν ξεχώριζε το μπρος από το πίσω”. Όταν του έδιναν καινούργιο για να τον ευπρεπίσουν, αυτός το ’πιανε και το ’σχιζε… Κάποτε, τον λυπήθηκαν οι πατέρες κι αποφάσισαν να του ράψουν ένα καινούργιο ζωστικό για να βγάλει τον χειμώνα. Είπαν: “Θα τον πιάσουμε, θα του βγάλουμε το παλιό και θα του φορέσουμε με το ζόρι το καινούργιο. Μετά θα πετάξουμε το παλιό, τι θα κάνει, δεν μπορεί να το βγάλει και να κυκλοφορήσει γυμνός…” Πράγματι, τον βρήκαν και του το φόρεσαν με το ζόρι, ενώ ο Ιάκωβος επαναλάμβανε συνεχώς: “Αφήστε με, αφήστε με… Τώρα θα θυμώσω… Τώρα θα θυμώσω…” Αλλά ποτέ δεν εθύμωνε. Πήγε, βρήκε το παλιό του ζωστικό εκεί που το είχαν τρυπώσει, το ξαναφόρεσε και το καινούργιο το έκανε κουβάρι και το πέταξε στην αυλή του κελιού αυτού που είχε την ιδέα… “Ένα είναι σίγουρο”, με διαβεβαίωνε ο μοναχός Παΐσιος της Νέας Σκήτης, “πως ο Θεός του είχε δώσει το χάρισμα της αλουσίας, γιατί παρά την απλυσιά του το σώμα του δεν μύριζε…”
Βάδιζε πάντα ξυπόλυτος. Κάποιες φορές, κρατούσε τα παπούτσια που του είχαν δώσει στο χέρι κι όταν έμπαινε σε κάποιο κελί τα φορούσε, για να μην λερώσει το δάπεδο…
Τετάρτη και Παρασκευή έτρωγε πάντα αλάδωτο. “Φας δε φας, δεν θα πεθάνεις…”, επαναλάμβανε.
Έφερνε συχνά στο νου του την ιστορία με τους σαράντα μάρτυρες και τον έναν από αυτούς που λιποψύχισε… Σαν έβρεχε, μου έλεγε ο πάτερ Κοσμάς ο Ιβηρίτης που τον φιλοξενούσε συχνά, έβγαινε έξω στην απλωταριά και βρεχότανε.
―Έλα μέσα, γερο Ιάκωβε, θ’ αρρωστήσεις, του έλεγε…
― Όχι, Όχι… Μην πάθω σαν και κείνον που μπήκε στο λουτρό…
Άλλοτε πάλι που τύχαινε να περπατά και να πιάσει βροχή, έβγαζε το μοναδικό χιλιομπαλωμένο και λερό ζωστικό του, το δίπλωνε κάτω απ’ τη μασχάλη του και συνέχιζε τρέχοντας γυμνός κι φωνάζοντας δυνατά:
― Πώς άντεξαν οι Σαράντα Μάρτυρες… Εγώ δεν αντέχω… Εγώ δεν αντέχω…
― Δεν μπορεί να πει κανείς κάτι γι' αυτόν με σιγουριά, μου έλεγε ο πατήρ Βενέδικτος της Νέας Σκήτης… “Πάντως, ήταν ένα γερό χτύπημα στους σύγχρονους μοναχούς, που έχουν αρχίσει να μαθαίνουν στην καλοπέραση, γιατί ο Ιάκωβος ήταν ανυπόδητος και εντελώς ακτήμων…"
Κυριακή δεν έπιανε ποτέ δουλειά. Κι όταν κάποιος μοναχός του ζητούσε να του φέρει κανένα ξύλο, του μιλούσε απότομα:
― Κυριακή δεν πιάνω δουλειά… Κυριακή δεν πιάνω δουλειά…
Έκανε μικροθελήματα “ευτελοαπασχολούμενος” στις καλύβες και τα μονοπάτια της σκήτης. Τον συναντούσε κανείς πότε να σκουπίζει τις αυλές των κελιών, πότε να κουβαλά λίγα προσανάμματα ή και μια… φούχτα χορταράκια για να τα δώσει σε κάποιον με αντάλλαγμα λίγο φαγητό.
Ό,τι φαγώσιμο του ’διναν το ’χωνε στον κόρφο του και πρόσθετε και… λίγο χώμα. Μετά, καθώς βάδιζε, έβγαζε στα τυφλά λίγη τροφή και έτρωγε, ανακατεμένη με τα χώματα, θυμίζοντας το ψαλμικόν “ότι σποδόν ωσεί άρτον έφαγον”… Ωστόσο, προσποιούνταν τον λαίμαργο. Πήγαινε σε κάποια κελιά και ξαναζητούσε φαγητό ενώ γνώριζαν πως ερχόταν από άλλο κελί που του είχαν δώσει… Μια μέρα χτύπησε την πόρτα ενός κελιού. Του δώσαν λίγο χθεσινό φαγητό που είχε περισέψει. Φεύγοντας, μονολογούσε “τα ψάρια δεν ήταν για μας… τα ψάρια δεν ήταν για μας…”, γιατί τη μέρα εκείνη στο κελλί είχαν μαγειρέψει ψάρια.
“Εύκολα τον απόπαιρνε κανείς” σημειώνει ο επίσκοπος Ροδοστόλου Χρυσόστομος, “τον έσπρωχνε στο πλάι, τον εμπόδιζε να πλησιάσει εκεί που νόμιζε πως δεν άρμοζε… Και κείνος υπάκουε αγγόγγυστα κι αδιαμαρτύρητα και χαμογελούσε με άκρα ακακία. Οι περισσότεροι τον είχαν για λειψό… Ελάχιστοι ήταν εκείνοι, που έτρεμαν και συγκλονίζονταν στη σκέψη, μήπως απέναντί τους είχαν ένα σύγχρονο φαινόμενο ηθελημένης και κρυπτομένης διά Χριστόν σαλότητος. Ήταν δε και το προσωπάκι του που σε διέθετε ευμενώς, γιατί παρά την ηλικία, τις κακουχίες και την απλυσιά, σε παραξένευε με τη φωτεινότητα και τη γλυκύτητά του. Εκείνο όμως που εντυπωσίαζε τους πάντες” συνεχίζει ο επίσκοπος, “ήταν το ότι, ενώ συνήθως έλεγε ασυναρτησίες, παραδοξολογίες και μικροπροτάσεις καθημερινότητας, κάποτε άρθρωνε και φράσεις νοηματικώς άψογες και μεστές συμβολισμού και αγίων νοημάτων και τότε ήταν που προκαλούσε την έκπληξη και τον προβληματισμό όλων…” Στην έρευνα που έκανε ο νουνεχής και διακριτικός επίσκοπος σημειώνει πως βρέθηκε “τόσο προ θερμών υποστηρικτών και θαυμαστών της πολιτείας του γερο Ιάκωβου όσο και προ άκρως φειδωλών σε επαίνους γεροντάδων”, με τη μία μερίδα να αντιμάχεται σφοδρώς την άλλη. Κάποιοι μάλιστα έφτασαν να τον θεωρούν και δαιμονισμένο… Γι’ αυτό και αποφάσισε να σταματήσει την έρευνά του, με το σκεπτικό πως “τους αγίους που κρύβουν την αγιότητά τους για ν’ αποφύγουν τις ανθρώπινες τιμές δεν τους ανακαλύπτουν οι ερευνητές, όσο καλοπροαίρετοι κι αν είναι, αλλά ο Θεός όπως και όποτε αυτός κρίνει…” Στο ίδιο αδιέξοδο αντίθετων απόψεων βρέθηκε και ο γράφων τούτες τις γραμμές, και γι’ αυτό, σαράντα χρόνια μετά την εκδημία του δεν έχω δώσει έως τώρα κάτι στη δημοσιότητα. Ωστόσο, δεν μπορώ ν’ αποσιωπήσω μερικά ακόμα χαρίσματα και περιστατικά της ζωής του αλλά και κάποια λόγια του που μαρτυρούν το “εποπτικόν της ψυχής” του. Η κρίση του φωτισμένου και ενάρετου ιερομονάχου πατέρα Ελπίδιου, δίδυμου αδελφού του νέου ιερομάρτυρος Φιλούμενου, βαραίνει για μένα περισότερο από πολλές απόψεις άλλων…
― Α! Ο Ιάκωβος ήτανε κρυφός… Κρυβότανε…, μου είπε με θαυμασμό, περιγράφοντας και χαρακτηριστικά περιστατικά από τις μεταξύ τους συναντήσεις.
Έχουν να λένε λοιπόν πως αρκετές μέρες πριν την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, το Ιακωβάκι επαναλάμβανε, μεταξύ των άλλων, τη φράση:
― Ο Κεμάλ… Ο Κεμάλ στην Κύπρο! Ο Κεμάλ… Ο Κεμάλ στην Κύπρο!
― Τι λέει πάλι ο παλαβός, σχολίαζαν οι πατέρες. Όταν όμως έγινε η εισβολή του Αττίλα, κάποιοι τότε θυμήθηκαν τα λόγια του: “Το ’λεγε ο Ιάκωβος, αλλά ποιος έδινε σημασία;”
Μια μέρα επισκέφθηκε έναν αγιογράφο, την ώρα που ζωγράφιζε. Στάθηκε από πάνω του.
― Εδώ, του λέει, έχεις λάθος… Κι εδώ… Κι εδώ…, δείχνοντάς του τρία σημεία, προς μεγάλη κατάπληξη του αγιογράφου. Γνώριζε καλά την τέχνη της αγιογραφίας, μάλιστα λένε πως ήταν και σπουδαίος καλλιγράφος.
Ένα σούρουπο, οι πατέρες μιας γνωστής συνοδείας της Αθωνικής ερήμου ετοιμαζόταν για τις βραδυνές τους ακολουθίες. Σε κάποια στιγμή, άκουσαν χτύπους στην εξώπορτα του κελιού τους. Μέσα από τις χαραμάδες, ξεχώρισαν την μορφή του Ιάκωβου. Δεν του ανοίξανε, δεν ήταν ώρα αυτή για επισκέψεις… Ξαναχτύπησε, πιο δυνατά… Η πόρτα δεν άνοιξε ούτε τώρα… -Ε, κι εγώ θα κάτσω εδώ… Κι εγώ θα κάτσω εδώ…, τον άκουσαν να μονολογεί, με πείσμα μικρού παιδιού. Δεν δώσανε σημασία στα λόγια του, ποιος άλλωστε θ’ άντεχε να μείνει έξω με τέτοιο χιονιά… Το επόμενο πρωί, ο μοναχός που άνοιξε την πόρτα για να βγει, βλέπει τον Ιάκωβο να σηκώνεται και να τινάζει το χιονισμένο του ράσο… Είχε κοιμηθεί όλη τη νύχτα έξω, στο πλατύσκαλο, πάνω σε στρώμα χιονιού, και – ώ τοις θαυμασίοις σου, Κύριε – το χιόνι άχνιζε από τη θερμότητα…
Ο μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος αφηγείται κι ένα άλλο άξιο μνημονεύσεως περιστατικό, όταν είχε καρεί ιερομόναχος στη Νέα Σκήτη. Ενώ λειτουργούσε με τον φιλομόναχο και ιεροπρεπέστατο μακαριστό μητροπολίτη Βεροίας Παύλο, βλέπει το κεφαλάκι του Ιάκωβου να τους κοιτά από το παραθυράκι του ιερού, γιατί μέσα στον ναό σπάνια έμπαινε κι όταν έμπαινε δεν πρόσεχε πολύ.
― Μην τον κοιτάτε, είναι σαλός, λέει του δεσπότη ο ιερομόναχος.
― Α, έχετε και σαλούς εδώ;
― Έχουμε, του λέει, απ’ όλα τα είδη…
Για πολλή ώρα μετά, το Ιακωβάκι γύριζε μ’ ένα ψηλό μπαστούνι έξω από τον ναό, επαναλαμβάνοντας συνέχεια:
― Βρε, βρε, βρε… Τι δεσπότης ήταν αυτός! Τι δεσπότης ήταν αυτός! Σαν τον ήλιο έλαμπε! Σαν τον ήλιο έλαμπε! Σαν τον ήλιο έλαμπε!
Λόγιος αγιορείτης μοναχός, αποφάσισε να φτιάξει ένα «κάθισμα» στην τοποθεσία Ζαρκάδι, κοντά στη μονή Διονυσίου, όπου να μπορεί να αποσύρεται κατά μόνας για περισυλλογή και προσευχή, διάγοντας βίο περισσότερο ασκητικό. Αλλά όπως συμβαίνει με όλους μας, οι αγαθές προθέσεις ξεπερνούν συχνά τις δυνατότητές μας… Πού το έμαθε το Ιακωβάκι και να σου κι από κει, μονολογώντας με τρόπο που να προκαλεί τη δυσαρέσκεια του εργαζομένου μοναχού:
― Δεν έχουν θεμέλιο οι δουλειές σου… Δεν έχουν θεμέλιο οι δουλειές σου… Και καθώς απομακρυνόταν: - Κι από δω θα φύγεις… Κι από δω θα φύγεις…
― Άσε μας, βρε Ιάκωβε, με τα σαλά σου…, αντείπε ο μοναχός, φανερά ενοχλημένος. Δεν πέρασε ωστόσο πολύς καιρός που ο λόγος του Ιάκωβου βγήκε αληθινός, καθώς ο λόγιος μοναχός εγκατέλιπε μαζί με το «κάθισμα» και την προσπάθεια για πιο ακραία άσκηση… «Τις η χρεία ασκόπου αγώνος;», έλεγε μετά σε όσους τον ρωτούσαν για την απροσδόκητη μεταστροφή του.
Σε άλλον μοναχό που είχε φύγει από το μοναστήρι του γιατί “δεν τον ανέπαυε πνευματικά”, του είπε μόνο μια λέξη καθώς συναπαντήθηκαν: “Ο εγωισμός!”, εννοώντας πως αυτός φταίει που έφυγε από το μοναστήρι.
Και σε δυο πατέρες ενός κελιού που είχαν έντονα λογομαχήσει, αφού τους χτύπησε την πόρτα και του άνοιξαν, τους είπε μόνο: "Ειρηνεύετε... Ειρηνεύετε..."
Η μνήμη θανάτου ήταν πάντα παρούσα στη σκέψη του.
― Το τέλος να κοιτάς…, έλεγε συχνά, μην κοιτάς την αρχή… Του ζήτησε κάποτε κάποιος, για να…διαπιστώσει αν όντως έχει διορατικό χάρισμα, να του πει πότε θα πεθάνει! “Ετσι κι αλλιώς, όλοι θα πεθάνουμε… Όλοι θα πεθάνουμε…” του απάντησε.
Στην Αγία Άννα, ο πατήρ Μάξιμος Αθανασίου, αδελφός της γνωστής ηθοποιού Βασιλειάδου, ήταν στα τελευταία του. Οι πατέρες καλέσανε γιατρό. Λέει του γιατρού ο Ιάκωβος: “Δεν φέρνεις αποτελέσματα… Δεν φέρνεις αποτελέσματα…” Πράγματι, ο πατήρ Μάξιμος εκοιμήθη.
Βρέθηκε μια μέρα και στο ρώσικο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα, από τα πλουσιότερα του Αγίου Όρους. Έτυχε πάνω σε ώρα εξόδιας ακολουθίας. Ζήτησε κάτι να φάει αλλά τον διώξανε “Βρήκες την ώρα τώρα, δεν βλέπεις που έχουμε κηδεία;” Έφυγε κι από κει μουρμουρίζοντας σε όλη τη διαδρομή και κουνώντας τους ώμους: “Ε, κι ας τον έθαβαν… Ε, κι ας τον έθαβαν…” “Ε, κι ας τον έθαβαν… Ε, κι ας τον έθαβαν…”
Όταν ήμουν στην Αθωνιάδα, έγινε γνωστό κι ένα περιστατικό με μια ομάδα νεαρών ― πρέπει να ήταν φοιτητές της Νομικής από Θεσσαλονίκη. Τους παραξένεψε το παρουσιαστικό του κι εκφράστηκαν περιγελαστικά. Στράφηκε σ’ έναν απ’ αυτούς.
― Έλα δω εσύ… Έλα δω εσύ… Τον ακολούθησε μηχανικά. Φτάσανε στο κοιμητήρι της σκήτης.
― Βλέπεις; Κόκκαλα… Κόκκαλα πολλά… Κόκκαλα θα γίνουμε… Κόκκαλα θα γίνουμε…
Και καθώς έκαναν να φύγουν, “Πρώτα εσύ, μετά εγώ… Πρώτα εσύ, μετά εγώ…”, πρόσθεσε, σαν να μιλούσε με τον εαυτό του…. Ανατριχιασμένος ο νεαρός τα αφηγούνταν μετά στους φίλους του. Δεν πέρασε πολύς καιρός που μάθαμε πως έχασε τη ζωή του σε τροχαίο, τα λόγια όμως του Ιάκωβου ίσως είχαν σταθεί αφορμή να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του…
Πλησίαζε στα ογδόντα και προετοιμαζόταν για το τέλος του που δεν άργησε να έρθει, αφού πριν τους άφησε να τον κείρουν “μεγαλόσχημο”.
Ήταν 8 Μαΐου του 1982… Στην Παναγούδα στις Καρυές, ο όσιος Παΐσιος συζητούσε με το αγαπημένο του καλογέρι, Παΐσιο τον μαθηματικό. Σε κάποια στιγμή έδειξε σα να αποξεχάστηκε, κοιτώντας μακριά…
― Πάει κι ο Ιάκωβος… Και μετά από λίγο: - Φεύγουν, ένας ένας…
― Τι λες γέροντα;, τον ρώτησε το καλογέρι.
― Για το Ιακωβάκι, λέω… Έφυγε σήμερα…, πρόσθεσε ήρεμα.
Οι πατέρες τον βρήκαν ξαπλωμένο, με σταυρωμένα τα χεράκια του. Πριν πεθάνει, είχε καλέσει πνευματικό, είχε εξομολογηθεί και είχε κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων. Ο δικαίος της Νέας Σκήτης, ο πατήρ Μακάριος, μου έλεγε πως όταν τον άλλαζαν ευωδίαζε… Αθόρυβα πέταξε προς τον ουρανό, αποχαιρετώντας το αγαπημένο του ενδιαίτημα, τα άγρια βράχια του Άθωνα, αγριοπούλι κι αυτός φερμένο από άλλα μέρη, τ’ αγιασμένα τα χώματα της Ανατολής.
Και τώρα που αναπαύεται στην Άνω Ιερουσαλήμ, αυτός που πέρασε όλη του τη ζωή στη σαλότητα με το να εμπαίζει το “κοσμικό φρόνημα”, όπου το συναντούσε… Ο ανυπόδητος, ο ακτήμων, ο “παλαβός” Ιάκωβος, το συμπαθέστατο “Ιακωβάκι”, να μένει άραγε ήσυχο και ευφραινόμενο στην αγκαλιά του Ουρανίου Πατρός ή να έχει μεταμορφωθεί σε… πειραχτήρι του Παραδείσου;
Ομολογώ πως έναν τέτοιο Παράδεισο πολύ θα τον χαιρόμουν…
ΚΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ!
Τρίκαλα, 2025
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
• Θεώρησα σκόπιμο να μην αναφέρω ονόματα που μπορούσαν να θίξουν ανθρώπους. Για τον μοναχό Ιάκωβο μπορεί να δει κανείς επίσης το “Πρόσωπα και δρώμενα στον Άθωνα” (2001) του επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, το “Μέγα Γεροντικό ενάρετων αγιορειτών του εικοστού αιώνος”, τόμ. Β’, του μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, καθώς και το βιβλίο “Από την ασκητική και ησυχαστική αγιορειτική παράδοση” (2011) (απόσπασμα στην “Πεμπτουσία”, επιμέλ. Στ. Κούκος).
• Ώθηση για να δώσω στη δημοσιότητα το παραπάνω κείμενο μου έδωσε και το εξής περίεργο περιστατικό. Για καιρό με απασχολούσε η σκέψη, αν έκανα κάποια ανάρτηση, τι υπότιτλο και ποια προμετωπίδα μπορούσα να βάλω που να αποδίδει ταιριαστά τη ζωή του ανθρώπου αυτού... Βρισκόμουν στο πατρικό μου στη Λαμία, όταν μέσα στη νύχτα, μεταξύ ύπνου και ξύπνου, ήρθε στο μυαλό μου και σφηνώθηκε μια φράση: “Και εγενόμην κνώδαλον ενώπιον των ανθρώπων…” Μαζί και η σιγουριά ότι αυτή αποδίδει ακριβώς τον τρόπο που επέλεξε να ζει. Πετάχτηκα αμέσως από το κρεββάτι και έψαξα στο Google τη λέξη, γιατί ομολογώ πως δεν την είχα ξανακούσει… Εντυπωσιάστηκα όταν διάβασα: “Κνώδαλο= άνθρωπος ασήμαντος, χαζός ή τιποτένιος” Αυτό ακριβώς που ο Ιάκωβος σ’ όλη του τη ζωή προσπάθησε να φαίνεται και σε μεγάλο βαθμό το πέτυχε! Ας έχουμε την ευχή του!
Τ ο α γ ρ ι μ ά κ ι τ ο υ Θ ε ο ύ
“…Και εγενόμην κνώδαλον ενώπιον των ανθρώπων”
Στον αδελφό μου Παναγιώτη, που με τη μεσολάβησή του γνώρισα την ευωδιά του Αγίου Όρους.
Ήτανε Μάρτης, πριν πολλά πολλά χρόνια… Όπως και τώρα, και τότε ο κόσμος μέχρι και την Καθαρή Δευτέρα συνέχιζε το αποκριάτικο ξεφάντωμά του, με τις όμορφες ή και χοντροκομένες μεταμφιέσεις του, τις φάρσες, τα τρανταχτά γέλια, τα πειράγματα και τις λοιδορίες, όπως πάντα, των αρχόντων του…
Αλλά στη ξακουστή του Άθωνα μοναχοπολιτεία, από την αρχή κιόλας του Τριωδίου, τα πάντα τύλιγε μια ιερή σιωπή. Μετρημένα τα λόγια, χαμηλόφωνες και κατανυκτικές οι ψαλμωδίες, αυστηρή η νηστεία, πολλή η προσευχή. Εφαρμόζοντας την προτροπή “ένδον σκάπτε”, κάθε σωστός μοναχός κοίταζε να βελτιώσει τον εαυτό του και δεν ασχολούνταν με το τι κάνουν οι άλλοι. Στην έρημο του Αγίου Όρους, από την Καθαρή Δευτέρα και για τρεις συνεχόμενες μέρες, αρκετοί ασκητές δεν έβαζαν στο στόμα τους ούτε καν νερό, αφοσιωμένοι ολοκληρωτικά στην προσευχή… Αυτό το πνευματικό κλίμα επηρέαζε τα μέγιστα και τη ζωή των σπουδαστών στην Αθωνιάδα Σχολή και κάποια παιδιά προσπαθούσαν να αντιγράψουν τα υψηλά πρότυπά τους. Ο σχολάρχης Χρυσόστομος Λαυριώτης, άνδρας εμπειρότατος στα πνευματικά και άριστος καθοδηγητής των νέων, απαγόρευε στους σπουδαστές τις ακραίες μορφές άσκησης, κατά βάθος όμως χαιρόταν που η Αθωνιάδα του έστρεφε την πλώρη της προς την κορυφή του Άθω! Στον Εσπερινό της αγάπης και της συγχωρήσεως πριν την Καθαρή Δευτέρα, κατεβαίνοντας από τον δεσποτικό του θρόνο, είχε περάσει μπροστά από κάθε σπουδαστή κάνοντάς του υπόκλιση και ζητώντας τη συγγνώμη του, ενσαρκώνοντας με τον τρόπο αυτό το πρότυπο της απλότητας, της ταπεινότητας και της καλοσύνης που δεν θα έσβηνε ποτέ από τη μνήμη του.
Με την ευλογία του εκείνη την Καθαρή Εβδομάδα του έτους 1981, με μια ομάδα σπουδαστών των μεγαλύτερων τάξεων και με δεύτερο συνοδό τον φιλόλογο Χ.Δ., αποφασίσαμε ένα μικρό προσκύνημα στην “έρημο” του Αγίου Όρους ― την εσχατιά δηλαδή της χερσονήσου, που αρχίζει από την κακοτράχαλη σκήτη της Αγίας Άννας και αποτελεί το “Άγιο Βήμα” του ιερού αυτού τόπου.
Χωριστήκαμε σε δυο ομάδες. Η δική μου κατευθύνθηκε πρώτα προς την καλύβη του γέροντα Άνθιμου του πνευματικού, στην σκήτη της Αγίας Άννας. Πολλά είχαμε ακούσει για τη σοφία, τη χάρη του λόγου του, το διορατικό του χάρισμα, την αρετή του. Πράγματι, ο γέροντας Άνθιμος ήταν ένα από τα πιο σπάνια και μυρίπνοα άνθη της Αθωνικής ερήμου! Ιεροπρεπέστατος αλλά και καλλιτεχνική φύση - καθότι και αγιογράφος - είχε περιποιημένο παρουσιαστικό και μιλούσε μια γλώσσα αρχαΐζουσα αλλά πόσο όμορφη! Υποδεχόταν με πολλή αγάπη τους επισκέπτες του αλλά όπου έπρεπε και με την απαιτούμενη αυστηρότητα… Και του άρεσε να διανθίζει τον εύχαρι λόγο του, ιδιαίτερα όταν μιλούσε σε νέους, με συχνές διδακτικές αναφορές στους αρχαίους Έλληνες σοφούς!
Λίγο πριν φτάσουμε στην καλύβη του γέροντα, ένα απροσδόκητο θέαμα μας καθήλωσε όλους. Δεν ήταν άνθρωπος του κόσμου τούτου αυτός που πρόβαλλε μπροστά μας… Αναμαλλιασμένος, γυμνοπόδαρος, χωμένος στο παλιό ξέθωρο ράσο του… Καθισμένος κατάχαμα, καθάριζε με τα δοντάκια του μια φούχτα αγριόχορτα που ’χε μαζέψει και τα έβαζε σε μια μικρή τσέπη στο στήθος του… Αδιάκριτη περιέργεια μας τράβηξε γύρω του, ο ίδιος ωστόσο αδιαφορώντας παντελώς για την παρουσία μας συνέχισε αμίλητος τη δουλειά του… Ένα παιδί τον λυπήθηκε και του έδωσε ένα τυλιχτό γλύκισμα, το πήρε και το έφαγε μονομιάς…
Εκείνη τη στιγμή, έφτασε κοντά μας κι ο πατέρας Ιλαρίωνας ο ξυλογλύπτης, που ερχόταν να συναντήσει τον γέροντα Άνθιμο να κανονίσουν για κάποια ακολουθία. Μαντεύοντας την απορία μας, μας εξήγησε πως ο πατήρ Ιάκωβος έχει πάθει στο μυαλό. “Λένε πως τον χτύπησε στο κεφάλι ο γέροντάς του με ένα ξύλο, όταν έκανε παρακοή… Από τότε έπαθε… Επαναλαμβάνει τα ίδια πράγματα πολλές φορές και η μνήμη του έχει σταματήσει στην ηλικία των 40 ετών, όταν συνέβη αυτό… Να, να τον ρωτήσουμε…”
― Ιάκωβε, πόσων χρονών είσαι;
― Το σπάσιμο! Κατεβαίνει το σπάσιμο… Το σπάσιμο! Κατεβαίνει το σπάσιμο…
“Εννοεί μάλλον το χτύπημα από τον γέροντά του…”, εξήγησε ο πατήρ Ιλαρίων.
― Ιάκωβε, πόσων χρονών είσαι; επανέλαβε ο πατήρ Ιλαρίων.
― Σαράντα… παραπάνω! Σαράντα… παραπάνω…
Και μετά, άλλες ασυναρτησίες:
― Πάει ο Χειμώνας, πέρασε… Πάει ο Χειμώνας, πέρασε…
― Έβγαλα δόντια τώρα! Έβγαλα δόντια…
Η πόρτα της καλύβας άνοιξε και πρόβαλε μπροστά μας, ήλιος φωτεινός, ο γέροντας Άνθιμος. Μας χαιρέτησε με πολλή αγάπη και μας έδωσε την ευχή του. Βλέποντας και τον Ιάκωβο παρέκει, τον αξιοποίησε ως παράδειγμα στη διδαχή του… (Ποιος είπε πως και οι ενάρετοι δεν κάνουν κάποιες φορές λάθη;)
― Προσέχετε, παιδιά, να ακολουθείτε πάντα το θέλημα του Θεού για να έχετε την ευλογία του! Και πάντα να κάνετε υπακοή στους διδασκάλους σας και στον πνευματικό σας… Να, βλέπετε ο Ιάκωβος… Έκανε παρακοή και ο Θεός …
Τα μάτια του Ιάκωβου άστραψαν τότε, καρφώθηκαν στον γέροντα Άνθιμο και φωνή υπόβραχνη από τα έγκατα της ψυχής ακούστηκε:
― Σ’χωράει ο Θεός… Είναι μεγάλος ο Θεός! Σ’χωράει ο Θεός… Είναι μεγάλος ο Θεός!
Δεν μίλησε κανείς. Μείναμε αποσβολωμένοι… Ο Ιάκωβος βρισκόταν σε μια απόσταση που λογικά δεν πρέπει να είχε ακούσει τα λόγια του γέροντα Άνθιμου! Σχημάτισα τότε την εντύπωση πως τούτος ο παράξενος καλόγερος, κάτω απ’ το ελεεινό παρουσιαστικό του, έκρυβε κάτι πολύ σπουδαίο… Μείναμε ακόμα λίγο με τον Ιάκωβο, ακούγοντας τα ακατάληπτά του. Κι ανάμεσα σ’ αυτά, πετούσε και κάποια λόγια μέ νόημα.
― Κυριακή μην πιάνουμε δουλειά… Κυριακή μην πιάνουμε δουλειά… είπε σαν σμίξαν οι ματιές μας. Δαγκώθηκα, γιατί μου φάνηκε πως το ’λεγε σε μένα, που ’χα την κακή συνήθεια να μην ξεχωρίζω καθημερ’νές και σχόλες…
Ο καιρός πήρε να χαλάει κι είχαμε την αγωνία για την επόμενη μέρα, αν θα ερχόταν το καραβάκι για να συνεχίσουμε το προσκύνημά μας στην έρημο του Αγίου Όρους. Κάπου το απόγευμα ανταμώσαμε την άλλη ομάδα των σπουδαστών που είχαν κι αυτοί την ίδια αγωνία για το καραβάκι της επόμενης μέρας. Όπου σε μια στιγμή βλέπουμε το Ιακωβάκι (έτσι τον αποκαλούσαν οι άλλοι καλόγεροι, επειδή ήταν μικροκαμωμένος αλλά κι επειδή το φέρσιμό του θύμιζε μικρού παιδιού) να κατηφορίζει την πλαγιά επαναλαμβάνοντας:
― Έχ’ καράβ’, έχ’ μοτέρ… Έχ’ καράβ’, έχ’ μοτέρ’…
Ο συνάδελφος Χρήστος έσκυψε να του φιλήσει τα χέρια, πιστεύοντας πως ο Θεός τον έστειλε να μας βγάλει από την αγωνία. Αλλά ο καλόγερος έσκυψε πιο γρήγορα, άρπαξε από τη γη κάτι καβαλίνες μουλαριών και με γεμάτες τις χούφτες του απομακρύνθηκε μονολογώντας κι αποφεύγοντας έτσι το χειροφίλημα…
Από την πρώτη αυτή επαφή με τον παράξενο αυτόν μοναχό, μου μπήκε η ιδέα να καταγράψω ό,τι θα άκουγα γι’ αυτόν, περιστατικά και λόγια, στα χρόνια της παραμονής μου αλλά και των μελλοντικών μου επισκέψεων στον Άθωνα. Τις περισσότερες πληροφορίες τις πήρα από από τον πατέρα Κοσμά της σκήτης των Ιβήρων, που τον εγνώριζε καλά. Άλλες, συνομιλώντας με γεροντάδες και μοναχούς κυρίως στη Νέα Σκήτη. Η ιστορία του λοιπόν έχει πάνω κάτω ως εξής.
Γεννήθηκε στη Μικρασία, στο ξεκίνημα της πρώτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα, σ’ ένα χωριό πιο μέσα από τη Σμύρνη. Εκεί, ένας γερο-μπακάλης του ’χε δώσει να διαβάσει τον βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου. “Άντε να σε δω να του μοιάσεις”, του ’χε πει με νόημα… Τα λόγια τούτα έμελλε να τον σημαδέψουν. Χρόνια μετά τα έφερνε στο μυαλό του κι έλεγε ”Τι σοφός λόγος αυτός, τι σοφός”!
Φαίνεται πως η ευχή του γερο-μπακάλη έπιασε κι ο νεαρός έβαλε στόχο στη ζωή του να μιμηθεί τη ζωή του αγίου. Δεν είχε κλείσει ακόμα τα δεκαεπτά του, όταν μπάρκαρε για το Άγιο Όρος. “Δεν έτρωγα δυο δραχμές για να οικονομήσω τα ναύλα”, έλεγε. Κι αμέσως μετά συμπλήρωνε:”Κρίμα στα ναύλα… Κρίμα στα ναύλα…”
Πήγε αρχικά στην σκήτη της Μικράς Αγίας Άννας όπου έγινε δόκιμος μοναχός. Έκανε και σε σπηλιά στη σκήτη αυτή. ”Έκανα αγώνα τότε”, μονολογούσε αργότερα, “τώρα το έχασα το γαΐδούρι…”, εννοώντας το μυαλό. Όταν άλλαζε τόπο, “κι εδώ θα μουχλιάσω… κι εδώ θα μουχλιάσω…”, έλεγε.
Η μεγάλη θέρμη της καλογερικής ζωής οδηγούσε συχνά τον νεαρό δόκιμο σε υπερβολές. Τον έβαζαν οι γεροντάδες να κάνει εκατόν πενήντα μετάνοιες, αυτός έκανε τρεις χιλιάδες… Ο Γλυκέριος ο παραδελφός του ήτανε πολύ αυστηρός και τον χτυπούσε πολύ. “Πόσες τάβλες σπάσανε στα πλευρά μου…πόσες τάβλες…”, μονολογούσε αργότερα.
Ήθελε να τον πουν Αναστάσιο. Όταν άκουσε πως του δώσαν το όνομα Ιάκωβο, λένε πως σήκωσε απότομα το κεφάλι του και κτύπησε. Άλλοι πάλι λένε πως τον χτύπησε ο γέροντάς του στο κεφάλι και από τότε έπαθε… Όπως και να ‘χει, οι μοναχοί είχαν συνδέσει το πάθημά του με τιμωρία από τον Θεό για τον ανυπάκουο χαρακτήρα του και δεν δίσταζαν να το χρησιμοποιήσουν ως παράδειγμα στους νεότερους, για να τονίσουν την μεγάλη αξία της υπακοής.
Τα τελευταία του χρόνια εγκαταβίωσε στη σκήτη της Αγίας Άννας. Οι πατέρες εκεί ήταν αγωνιστές. Εκτός από τους εξαντλητικούς πνευματικούς τους αγώνες σκληραγωγούσαν και το σώμα τους. Λέγαν πως όταν δεν είχαν κάτι να κουβαλήσουν από το λιμανάκι ως το κελί τους, γέμιζαν το ταγάρι τους με πέτρες κι ανέβαιναν έτσι φορτωμένοι την τραχιά ανηφοριά της σκήτης (δεν υπήρχαν ακόμη τα σκαλοπάτια), που αν δεν ήσουν γυμνασμένος σου έβγαινε η ψυχή!
Ο Ιάκωβος σ’ όλη του τη ζωή υπήρξε μονοχίτωνας. Το μοναδικό ζωστικό που φορούσε ήταν θαμπό από τα χρόνια και χιλιομπαλωμένο. Όπως έλεγαν οι πατέρες, “δεν ξεχώριζε το μπρος από το πίσω”. Όταν του έδιναν καινούργιο για να τον ευπρεπίσουν, αυτός το ’πιανε και το ’σχιζε… Κάποτε, τον λυπήθηκαν οι πατέρες κι αποφάσισαν να του ράψουν ένα καινούργιο ζωστικό για να βγάλει τον χειμώνα. Είπαν: “Θα τον πιάσουμε, θα του βγάλουμε το παλιό και θα του φορέσουμε με το ζόρι το καινούργιο. Μετά θα πετάξουμε το παλιό, τι θα κάνει, δεν μπορεί να το βγάλει και να κυκλοφορήσει γυμνός…” Πράγματι, τον βρήκαν και του το φόρεσαν με το ζόρι, ενώ ο Ιάκωβος επαναλάμβανε συνεχώς: “Αφήστε με, αφήστε με… Τώρα θα θυμώσω… Τώρα θα θυμώσω…” Αλλά ποτέ δεν εθύμωνε. Πήγε, βρήκε το παλιό του ζωστικό εκεί που το είχαν τρυπώσει, το ξαναφόρεσε και το καινούργιο το έκανε κουβάρι και το πέταξε στην αυλή του κελιού αυτού που είχε την ιδέα… “Ένα είναι σίγουρο”, με διαβεβαίωνε ο μοναχός Παΐσιος της Νέας Σκήτης, “πως ο Θεός του είχε δώσει το χάρισμα της αλουσίας, γιατί παρά την απλυσιά του το σώμα του δεν μύριζε…”
Βάδιζε πάντα ξυπόλυτος. Κάποιες φορές, κρατούσε τα παπούτσια που του είχαν δώσει στο χέρι κι όταν έμπαινε σε κάποιο κελί τα φορούσε, για να μην λερώσει το δάπεδο…
Τετάρτη και Παρασκευή έτρωγε πάντα αλάδωτο. “Φας δε φας, δεν θα πεθάνεις…”, επαναλάμβανε.
Έφερνε συχνά στο νου του την ιστορία με τους σαράντα μάρτυρες και τον έναν από αυτούς που λιποψύχισε… Σαν έβρεχε, μου έλεγε ο πάτερ Κοσμάς ο Ιβηρίτης που τον φιλοξενούσε συχνά, έβγαινε έξω στην απλωταριά και βρεχότανε.
―Έλα μέσα, γερο Ιάκωβε, θ’ αρρωστήσεις, του έλεγε…
― Όχι, Όχι… Μην πάθω σαν και κείνον που μπήκε στο λουτρό…
Άλλοτε πάλι που τύχαινε να περπατά και να πιάσει βροχή, έβγαζε το μοναδικό χιλιομπαλωμένο και λερό ζωστικό του, το δίπλωνε κάτω απ’ τη μασχάλη του και συνέχιζε τρέχοντας γυμνός κι φωνάζοντας δυνατά:
― Πώς άντεξαν οι Σαράντα Μάρτυρες… Εγώ δεν αντέχω… Εγώ δεν αντέχω…
― Δεν μπορεί να πει κανείς κάτι γι' αυτόν με σιγουριά, μου έλεγε ο πατήρ Βενέδικτος της Νέας Σκήτης… “Πάντως, ήταν ένα γερό χτύπημα στους σύγχρονους μοναχούς, που έχουν αρχίσει να μαθαίνουν στην καλοπέραση, γιατί ο Ιάκωβος ήταν ανυπόδητος και εντελώς ακτήμων…"
Κυριακή δεν έπιανε ποτέ δουλειά. Κι όταν κάποιος μοναχός του ζητούσε να του φέρει κανένα ξύλο, του μιλούσε απότομα:
― Κυριακή δεν πιάνω δουλειά… Κυριακή δεν πιάνω δουλειά…
Έκανε μικροθελήματα “ευτελοαπασχολούμενος” στις καλύβες και τα μονοπάτια της σκήτης. Τον συναντούσε κανείς πότε να σκουπίζει τις αυλές των κελιών, πότε να κουβαλά λίγα προσανάμματα ή και μια… φούχτα χορταράκια για να τα δώσει σε κάποιον με αντάλλαγμα λίγο φαγητό.
Ό,τι φαγώσιμο του ’διναν το ’χωνε στον κόρφο του και πρόσθετε και… λίγο χώμα. Μετά, καθώς βάδιζε, έβγαζε στα τυφλά λίγη τροφή και έτρωγε, ανακατεμένη με τα χώματα, θυμίζοντας το ψαλμικόν “ότι σποδόν ωσεί άρτον έφαγον”… Ωστόσο, προσποιούνταν τον λαίμαργο. Πήγαινε σε κάποια κελιά και ξαναζητούσε φαγητό ενώ γνώριζαν πως ερχόταν από άλλο κελί που του είχαν δώσει… Μια μέρα χτύπησε την πόρτα ενός κελιού. Του δώσαν λίγο χθεσινό φαγητό που είχε περισέψει. Φεύγοντας, μονολογούσε “τα ψάρια δεν ήταν για μας… τα ψάρια δεν ήταν για μας…”, γιατί τη μέρα εκείνη στο κελλί είχαν μαγειρέψει ψάρια.
“Εύκολα τον απόπαιρνε κανείς” σημειώνει ο επίσκοπος Ροδοστόλου Χρυσόστομος, “τον έσπρωχνε στο πλάι, τον εμπόδιζε να πλησιάσει εκεί που νόμιζε πως δεν άρμοζε… Και κείνος υπάκουε αγγόγγυστα κι αδιαμαρτύρητα και χαμογελούσε με άκρα ακακία. Οι περισσότεροι τον είχαν για λειψό… Ελάχιστοι ήταν εκείνοι, που έτρεμαν και συγκλονίζονταν στη σκέψη, μήπως απέναντί τους είχαν ένα σύγχρονο φαινόμενο ηθελημένης και κρυπτομένης διά Χριστόν σαλότητος. Ήταν δε και το προσωπάκι του που σε διέθετε ευμενώς, γιατί παρά την ηλικία, τις κακουχίες και την απλυσιά, σε παραξένευε με τη φωτεινότητα και τη γλυκύτητά του. Εκείνο όμως που εντυπωσίαζε τους πάντες” συνεχίζει ο επίσκοπος, “ήταν το ότι, ενώ συνήθως έλεγε ασυναρτησίες, παραδοξολογίες και μικροπροτάσεις καθημερινότητας, κάποτε άρθρωνε και φράσεις νοηματικώς άψογες και μεστές συμβολισμού και αγίων νοημάτων και τότε ήταν που προκαλούσε την έκπληξη και τον προβληματισμό όλων…” Στην έρευνα που έκανε ο νουνεχής και διακριτικός επίσκοπος σημειώνει πως βρέθηκε “τόσο προ θερμών υποστηρικτών και θαυμαστών της πολιτείας του γερο Ιάκωβου όσο και προ άκρως φειδωλών σε επαίνους γεροντάδων”, με τη μία μερίδα να αντιμάχεται σφοδρώς την άλλη. Κάποιοι μάλιστα έφτασαν να τον θεωρούν και δαιμονισμένο… Γι’ αυτό και αποφάσισε να σταματήσει την έρευνά του, με το σκεπτικό πως “τους αγίους που κρύβουν την αγιότητά τους για ν’ αποφύγουν τις ανθρώπινες τιμές δεν τους ανακαλύπτουν οι ερευνητές, όσο καλοπροαίρετοι κι αν είναι, αλλά ο Θεός όπως και όποτε αυτός κρίνει…” Στο ίδιο αδιέξοδο αντίθετων απόψεων βρέθηκε και ο γράφων τούτες τις γραμμές, και γι’ αυτό, σαράντα χρόνια μετά την εκδημία του δεν έχω δώσει έως τώρα κάτι στη δημοσιότητα. Ωστόσο, δεν μπορώ ν’ αποσιωπήσω μερικά ακόμα χαρίσματα και περιστατικά της ζωής του αλλά και κάποια λόγια του που μαρτυρούν το “εποπτικόν της ψυχής” του. Η κρίση του φωτισμένου και ενάρετου ιερομονάχου πατέρα Ελπίδιου, δίδυμου αδελφού του νέου ιερομάρτυρος Φιλούμενου, βαραίνει για μένα περισότερο από πολλές απόψεις άλλων…
― Α! Ο Ιάκωβος ήτανε κρυφός… Κρυβότανε…, μου είπε με θαυμασμό, περιγράφοντας και χαρακτηριστικά περιστατικά από τις μεταξύ τους συναντήσεις.
Έχουν να λένε λοιπόν πως αρκετές μέρες πριν την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, το Ιακωβάκι επαναλάμβανε, μεταξύ των άλλων, τη φράση:
― Ο Κεμάλ… Ο Κεμάλ στην Κύπρο! Ο Κεμάλ… Ο Κεμάλ στην Κύπρο!
― Τι λέει πάλι ο παλαβός, σχολίαζαν οι πατέρες. Όταν όμως έγινε η εισβολή του Αττίλα, κάποιοι τότε θυμήθηκαν τα λόγια του: “Το ’λεγε ο Ιάκωβος, αλλά ποιος έδινε σημασία;”
Μια μέρα επισκέφθηκε έναν αγιογράφο, την ώρα που ζωγράφιζε. Στάθηκε από πάνω του.
― Εδώ, του λέει, έχεις λάθος… Κι εδώ… Κι εδώ…, δείχνοντάς του τρία σημεία, προς μεγάλη κατάπληξη του αγιογράφου. Γνώριζε καλά την τέχνη της αγιογραφίας, μάλιστα λένε πως ήταν και σπουδαίος καλλιγράφος.
Ένα σούρουπο, οι πατέρες μιας γνωστής συνοδείας της Αθωνικής ερήμου ετοιμαζόταν για τις βραδυνές τους ακολουθίες. Σε κάποια στιγμή, άκουσαν χτύπους στην εξώπορτα του κελιού τους. Μέσα από τις χαραμάδες, ξεχώρισαν την μορφή του Ιάκωβου. Δεν του ανοίξανε, δεν ήταν ώρα αυτή για επισκέψεις… Ξαναχτύπησε, πιο δυνατά… Η πόρτα δεν άνοιξε ούτε τώρα… -Ε, κι εγώ θα κάτσω εδώ… Κι εγώ θα κάτσω εδώ…, τον άκουσαν να μονολογεί, με πείσμα μικρού παιδιού. Δεν δώσανε σημασία στα λόγια του, ποιος άλλωστε θ’ άντεχε να μείνει έξω με τέτοιο χιονιά… Το επόμενο πρωί, ο μοναχός που άνοιξε την πόρτα για να βγει, βλέπει τον Ιάκωβο να σηκώνεται και να τινάζει το χιονισμένο του ράσο… Είχε κοιμηθεί όλη τη νύχτα έξω, στο πλατύσκαλο, πάνω σε στρώμα χιονιού, και – ώ τοις θαυμασίοις σου, Κύριε – το χιόνι άχνιζε από τη θερμότητα…
Ο μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος αφηγείται κι ένα άλλο άξιο μνημονεύσεως περιστατικό, όταν είχε καρεί ιερομόναχος στη Νέα Σκήτη. Ενώ λειτουργούσε με τον φιλομόναχο και ιεροπρεπέστατο μακαριστό μητροπολίτη Βεροίας Παύλο, βλέπει το κεφαλάκι του Ιάκωβου να τους κοιτά από το παραθυράκι του ιερού, γιατί μέσα στον ναό σπάνια έμπαινε κι όταν έμπαινε δεν πρόσεχε πολύ.
― Μην τον κοιτάτε, είναι σαλός, λέει του δεσπότη ο ιερομόναχος.
― Α, έχετε και σαλούς εδώ;
― Έχουμε, του λέει, απ’ όλα τα είδη…
Για πολλή ώρα μετά, το Ιακωβάκι γύριζε μ’ ένα ψηλό μπαστούνι έξω από τον ναό, επαναλαμβάνοντας συνέχεια:
― Βρε, βρε, βρε… Τι δεσπότης ήταν αυτός! Τι δεσπότης ήταν αυτός! Σαν τον ήλιο έλαμπε! Σαν τον ήλιο έλαμπε! Σαν τον ήλιο έλαμπε!
Λόγιος αγιορείτης μοναχός, αποφάσισε να φτιάξει ένα «κάθισμα» στην τοποθεσία Ζαρκάδι, κοντά στη μονή Διονυσίου, όπου να μπορεί να αποσύρεται κατά μόνας για περισυλλογή και προσευχή, διάγοντας βίο περισσότερο ασκητικό. Αλλά όπως συμβαίνει με όλους μας, οι αγαθές προθέσεις ξεπερνούν συχνά τις δυνατότητές μας… Πού το έμαθε το Ιακωβάκι και να σου κι από κει, μονολογώντας με τρόπο που να προκαλεί τη δυσαρέσκεια του εργαζομένου μοναχού:
― Δεν έχουν θεμέλιο οι δουλειές σου… Δεν έχουν θεμέλιο οι δουλειές σου… Και καθώς απομακρυνόταν: - Κι από δω θα φύγεις… Κι από δω θα φύγεις…
― Άσε μας, βρε Ιάκωβε, με τα σαλά σου…, αντείπε ο μοναχός, φανερά ενοχλημένος. Δεν πέρασε ωστόσο πολύς καιρός που ο λόγος του Ιάκωβου βγήκε αληθινός, καθώς ο λόγιος μοναχός εγκατέλιπε μαζί με το «κάθισμα» και την προσπάθεια για πιο ακραία άσκηση… «Τις η χρεία ασκόπου αγώνος;», έλεγε μετά σε όσους τον ρωτούσαν για την απροσδόκητη μεταστροφή του.
Σε άλλον μοναχό που είχε φύγει από το μοναστήρι του γιατί “δεν τον ανέπαυε πνευματικά”, του είπε μόνο μια λέξη καθώς συναπαντήθηκαν: “Ο εγωισμός!”, εννοώντας πως αυτός φταίει που έφυγε από το μοναστήρι.
Και σε δυο πατέρες ενός κελιού που είχαν έντονα λογομαχήσει, αφού τους χτύπησε την πόρτα και του άνοιξαν, τους είπε μόνο: "Ειρηνεύετε... Ειρηνεύετε..."
Η μνήμη θανάτου ήταν πάντα παρούσα στη σκέψη του.
― Το τέλος να κοιτάς…, έλεγε συχνά, μην κοιτάς την αρχή… Του ζήτησε κάποτε κάποιος, για να…διαπιστώσει αν όντως έχει διορατικό χάρισμα, να του πει πότε θα πεθάνει! “Ετσι κι αλλιώς, όλοι θα πεθάνουμε… Όλοι θα πεθάνουμε…” του απάντησε.
Στην Αγία Άννα, ο πατήρ Μάξιμος Αθανασίου, αδελφός της γνωστής ηθοποιού Βασιλειάδου, ήταν στα τελευταία του. Οι πατέρες καλέσανε γιατρό. Λέει του γιατρού ο Ιάκωβος: “Δεν φέρνεις αποτελέσματα… Δεν φέρνεις αποτελέσματα…” Πράγματι, ο πατήρ Μάξιμος εκοιμήθη.
Βρέθηκε μια μέρα και στο ρώσικο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα, από τα πλουσιότερα του Αγίου Όρους. Έτυχε πάνω σε ώρα εξόδιας ακολουθίας. Ζήτησε κάτι να φάει αλλά τον διώξανε “Βρήκες την ώρα τώρα, δεν βλέπεις που έχουμε κηδεία;” Έφυγε κι από κει μουρμουρίζοντας σε όλη τη διαδρομή και κουνώντας τους ώμους: “Ε, κι ας τον έθαβαν… Ε, κι ας τον έθαβαν…” “Ε, κι ας τον έθαβαν… Ε, κι ας τον έθαβαν…”
Όταν ήμουν στην Αθωνιάδα, έγινε γνωστό κι ένα περιστατικό με μια ομάδα νεαρών ― πρέπει να ήταν φοιτητές της Νομικής από Θεσσαλονίκη. Τους παραξένεψε το παρουσιαστικό του κι εκφράστηκαν περιγελαστικά. Στράφηκε σ’ έναν απ’ αυτούς.
― Έλα δω εσύ… Έλα δω εσύ… Τον ακολούθησε μηχανικά. Φτάσανε στο κοιμητήρι της σκήτης.
― Βλέπεις; Κόκκαλα… Κόκκαλα πολλά… Κόκκαλα θα γίνουμε… Κόκκαλα θα γίνουμε…
Και καθώς έκαναν να φύγουν, “Πρώτα εσύ, μετά εγώ… Πρώτα εσύ, μετά εγώ…”, πρόσθεσε, σαν να μιλούσε με τον εαυτό του…. Ανατριχιασμένος ο νεαρός τα αφηγούνταν μετά στους φίλους του. Δεν πέρασε πολύς καιρός που μάθαμε πως έχασε τη ζωή του σε τροχαίο, τα λόγια όμως του Ιάκωβου ίσως είχαν σταθεί αφορμή να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του…
Πλησίαζε στα ογδόντα και προετοιμαζόταν για το τέλος του που δεν άργησε να έρθει, αφού πριν τους άφησε να τον κείρουν “μεγαλόσχημο”.
Ήταν 8 Μαΐου του 1982… Στην Παναγούδα στις Καρυές, ο όσιος Παΐσιος συζητούσε με το αγαπημένο του καλογέρι, Παΐσιο τον μαθηματικό. Σε κάποια στιγμή έδειξε σα να αποξεχάστηκε, κοιτώντας μακριά…
― Πάει κι ο Ιάκωβος… Και μετά από λίγο: - Φεύγουν, ένας ένας…
― Τι λες γέροντα;, τον ρώτησε το καλογέρι.
― Για το Ιακωβάκι, λέω… Έφυγε σήμερα…, πρόσθεσε ήρεμα.
Οι πατέρες τον βρήκαν ξαπλωμένο, με σταυρωμένα τα χεράκια του. Πριν πεθάνει, είχε καλέσει πνευματικό, είχε εξομολογηθεί και είχε κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων. Ο δικαίος της Νέας Σκήτης, ο πατήρ Μακάριος, μου έλεγε πως όταν τον άλλαζαν ευωδίαζε… Αθόρυβα πέταξε προς τον ουρανό, αποχαιρετώντας το αγαπημένο του ενδιαίτημα, τα άγρια βράχια του Άθωνα, αγριοπούλι κι αυτός φερμένο από άλλα μέρη, τ’ αγιασμένα τα χώματα της Ανατολής.
Και τώρα που αναπαύεται στην Άνω Ιερουσαλήμ, αυτός που πέρασε όλη του τη ζωή στη σαλότητα με το να εμπαίζει το “κοσμικό φρόνημα”, όπου το συναντούσε… Ο ανυπόδητος, ο ακτήμων, ο “παλαβός” Ιάκωβος, το συμπαθέστατο “Ιακωβάκι”, να μένει άραγε ήσυχο και ευφραινόμενο στην αγκαλιά του Ουρανίου Πατρός ή να έχει μεταμορφωθεί σε… πειραχτήρι του Παραδείσου;
Ομολογώ πως έναν τέτοιο Παράδεισο πολύ θα τον χαιρόμουν…
ΚΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ!
Τρίκαλα, 2025
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
• Θεώρησα σκόπιμο να μην αναφέρω ονόματα που μπορούσαν να θίξουν ανθρώπους. Για τον μοναχό Ιάκωβο μπορεί να δει κανείς επίσης το “Πρόσωπα και δρώμενα στον Άθωνα” (2001) του επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, το “Μέγα Γεροντικό ενάρετων αγιορειτών του εικοστού αιώνος”, τόμ. Β’, του μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, καθώς και το βιβλίο “Από την ασκητική και ησυχαστική αγιορειτική παράδοση” (2011) (απόσπασμα στην “Πεμπτουσία”, επιμέλ. Στ. Κούκος).
• Ώθηση για να δώσω στη δημοσιότητα το παραπάνω κείμενο μου έδωσε και το εξής περίεργο περιστατικό. Για καιρό με απασχολούσε η σκέψη, αν έκανα κάποια ανάρτηση, τι υπότιτλο και ποια προμετωπίδα μπορούσα να βάλω που να αποδίδει ταιριαστά τη ζωή του ανθρώπου αυτού... Βρισκόμουν στο πατρικό μου στη Λαμία, όταν μέσα στη νύχτα, μεταξύ ύπνου και ξύπνου, ήρθε στο μυαλό μου και σφηνώθηκε μια φράση: “Και εγενόμην κνώδαλον ενώπιον των ανθρώπων…” Μαζί και η σιγουριά ότι αυτή αποδίδει ακριβώς τον τρόπο που επέλεξε να ζει. Πετάχτηκα αμέσως από το κρεββάτι και έψαξα στο Google τη λέξη, γιατί ομολογώ πως δεν την είχα ξανακούσει… Εντυπωσιάστηκα όταν διάβασα: “Κνώδαλο= άνθρωπος ασήμαντος, χαζός ή τιποτένιος” Αυτό ακριβώς που ο Ιάκωβος σ’ όλη του τη ζωή προσπάθησε να φαίνεται και σε μεγάλο βαθμό το πέτυχε! Ας έχουμε την ευχή του!