Ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης
Είναι καθιστικά τραγούδια, που λέγονται δηλαδή στο τραπέζι πριν αρχίσει ο χορός. Πρόκειται για εκατοντάδες ποιήματα καμωμένα πάνω σε δεκάδες σκοπούς. Ξεκίνησαν από τη Δυτική Κρήτη, ίσως γι' αυτό ονομάζονται έτσι, αφού επιχωριάζουν στα «ριζά» των κρητικών βουνών.
Διάσπαρτες καταγραφές ριζίτικων τραγουδιών υπάρχουν διάφορες. Η πρώτη μεγάλη συλλογή ανήκει στον Ιδομενέα Παπαγρηγοράκη, ο οποίος κατέγραψε τους στίχους αρκετών από αυτά και εξέδωσε το βιβλίο με τίτλο «Τα κρητικά ριζίτικα τραγούδια», τόμος Α, Χανιά 1957, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και μελωδίες, γραμμένες από τον Ελευθέριο Μαυρομάτη. Ο Παπαγρηγοράκης πρώτος προχώρησε στην κατάταξη των ριζίτικων σε 32 ομάδες, με βάση τη μελωδία τους, ενώ κάποια ριζίτικα, που δεν ακολουθούνται από άλλα, ονομάστηκαν «ιδιόμελα».
Η πρώτη μεγάλη καταγραφή της μουσικής έγινε από τον Μιχάλη Βλαζάκη. Στο βιβλίο του «Ριζίτικα τραγούδια Κρήτης», (Χανιά, 1961) έχει γίνει καταγραφή των 30 από τις 32 μελωδίες, και κάποιων από τα ιδιόμελα. Αν και ο τρόπος γραφής είναι αδρός, απλουστευτικός, και αντανακλά την αντίληψη της εποχής, η συνεισφορά του είναι πολύτιμη.
Σήμερα, έξι δεκαετίες μετά και παρά την έλευση των σύγχρονων μέσων διάδοσης και καταγραφής, η σταθερότητα και η εμμονή στις ίδιες μελωδίες παραμένουν αξιοσημείωτες.
Περισσότερα για τα ριζίτικα στην ελληνική βικιπαίδεια.
Παρτιτούρες ριζίτικων τραγουδιών
Εμήνυσέ μ' ο σύντεκνος
Εμήνυσέ μ’ ο σύντεκνος παιδί να του βαφτίσω, τότες του μήνυσα κι εγώ με τον αμπασιαδόρο, δεν το κατέχεις σύντεκνε πως σε χωριό δεν μπαίνω, μούιδ’ εις χωριό, μούιδ’ εις χωριά, μουιδέ σε μοναστήρι, μα φέρε μού το το παιδί κάτω στον Άη Γιώργη, να δώσω φωτολάμπαδα.
Πέρα στην πέρα γειτονιά Πέρα στην πέρα γειτονιά, Χριστούγεννα στη ρούγα, κοιλιοπονούν δυο λυγερές, μια πλούσια και μια φτώχια, σ' τση πλούσιας μπαινοβγαίνανε εκατοδυό μαμμήδες και σ' τση καημένης τση φτωχιάς η Παναγιά κι ο Γιος τση, και κάνει η φτώχια ένα παιδί κι η πλούσια ένα φίδι, παίρνουν τση φτώχιας το παιδί και πάνε το τση πλούσιας και το παιδί εμίλησε πάνω σ' τση τρεις ημέρες, αμέτε με σ' τση μάνας μου να με γλυκοβυζάξει γιατί 'ν' ετούτησες πικρό, φαρμακογαλιασμένο, και μ' εφαρμάκεψε κ' εμέ.
|
Ο Κωνσταντής στη φυλακή
Ο Κωνσταντής στη φυλακή πουλάκι κανακίζει Δεν είχεν ο βαρυόμοιρος πράμα να το ταΐζει, Το μπράτσο του φλεβοτομά το αίμα του του δίνει, Φάε κι εσύ καλό πουλί 'π’ αντρειωμένου σπάλα, να κάνεις πήχη το φτερό…
Σαν αποθάνω θάψτε με Σαν αποθάνω θάψε με, σε δροσερό λαγκάδι, σε μια μεριά του τάφου μου θέλω ’να παραθύρι, να μπαίνει ο ήλιος το πρωί, δροσιά το μεσημέρι, και το φεγγάρι τση νυχτιάς.
Χριστέ και να ξεδήλιενε Χριστέ και να ξεδήλιενε τ’ όνειρο απού ’δα απόψε το μπέλλο μου είδα κυνηγό, τον άντρα μου είδα αγρίμι. Χριστέ και να το σκότωνε ο κυνηγός τ' αγρίμι, να φάω απ' το σκώτι του, να δροσιστεί η καρδιά μου.
|