Αρχαιολογικά…
Το γλυκό πήλινο προσωπάκι
ΑΥΤΟ ΤΟ ΓΛΥΚΟ ΠΗΛΙΝΟ ΠΡΟΣΩΠΑΚΙ το περιμάζεψα από μια ερημική θαλασσόπληκτη παραλία του Αγίου Όρους, στα χρόνια που υπηρετούσα στην Αθωνιάδα (1981-1983). Σήμερα κοσμεί την αρχαιολογική συλλογή της σχολής. Το σχεδίασα με σινική και στικτή τεχνική, για ν’ αποδώσω την πλαστικότητα της μορφής. Δημοσιεύθηκε στον τόμο “Άγιον Όρος και Προχριστιανική Αρχαιότητα”, του Κέντρου Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς (2006). Η συνέχεια αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. ΟΤΑΝ Η ΝΕΑΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ εγκατέλειψε τον πάνω κόσμο, χτυπημένη από ποιος ξέρει ποιον της μοίρας κατατρεγμό, της βάλανε στην αγκαλιά την πήλινη κόρη. Για να την έχει συντροφιά στον κάτω κόσμο, να της ψιθυρίζει τους καημούς και τις χαρές της ζήσης, να της λέει για τους δικούς της που άφησε πίσω, και τόσα άλλα… Η γυναίκα ρωτούσε να μάθει για όσα δεν μπορούσε να δει κι η κόρη απαντούσε… Ναι, η θάλασσα συνεχίζει να ξεδιπλώνει τα κύματά της συνομιλώντας με τη στεριά, ο ήλιος λάμπει όπως και πριν πάνω στα βρεγμένα βράχια και στα νερά, τα παιδιά συνεχίζουν να τρέχουν ξυπόλυτα στο γιαλό ξεφωνίζοντας και οι γυναίκες δεν έπαψαν να υφαίνουν στον αργαλειό τραγουδώντας… Και τα βράδια είναι το ίδιο μαγικά! Παύουν όλες οι φωνές… Ο ουρανός στολίζεται με αναρίθμητα φωτεινά φαναράκια κι αποσκεπάζει στοργικά τη γη. Η χερσόνησος τυλίγεται με το μαύρο έρεβος της θάλασσας που τη ζώνει. Δεν ακούγεται παρά μόνο ο παφλασμός των κυμάτων και τα κουδουνάκια των μουλαριών… Κι έτσι μιλώντας ήσυχα και γλυκά μέρευε την καρδιά της, στην αιώνια υπνοφαντασιά της… Μα ήρθαν καιροί κατοπινοί κι ο τόπος, που κάποτε ξεχείλιζε από την ανεμελιά της ζωής, βουβάθηκε κι ερήμωσε… Λιγόστεψαν οι φωνές των ανθρώπων, σβήσανε των γυναικών τα τραγούδια και τα ξεφωνητά των παιδιών. Νεκρική σιγή απλώθηκε και στον πάνω κόσμο… Η απορία μαρμάρωσε τα χείλη της πήλινης κόρης κι η γυναίκα έπαψε να ρωτά… Αυτό πρέπει να ’ναι, σκέφτηκε, το απόλυτο τέλος… Χρόνους μετά, στου κύκλου τα γυρίσματα, η πήλινη κόρη άρχισε ξανά ν’ αφουγκράζεται κάποιους ήχους… Ερχόταν τώρα από μακριά, έμοιαζαν με τραγούδια που τραγουδούσαν πολλά στόματα μαζί, στόματα μόνο αντρών. Και κάπου κάπου, γλυκείς μεταλλικοί ήχοι, που ποτέ πριν δεν είχε ξανακούσει… Ρίγησε από μια παράξενη χαρά. -Έι, συ, άκου…, σκούντησε ελαφρά τη σύντροφό της. Κι έμαθε τότε πως ο τόπος όλος αφιερώθηκε σε μια μεγάλη θεότητα, που έμοιαζε αλλά δεν ήταν ίδια με τη μεγάλη Αθηνά! ΄Ετσι, μέσα σε κωδωνοκρουσίες και ύμνους, κύλησαν καιροί και χρόνοι… Ώσπου μια μέρα το κύμα αγριεμένο, έδωσε τέλος σ’ αυτή την παράξενη υπνοφαντασιά… Έσπασε τις πλάκες, διέλυσε τα λιγοστά οστά κι έδωσε ξανά την ψυχή στο φως… Μόνη απόμεινε η πήλινη κόρη… Το παράπονό της το έκανε δάκρυ, το αλμυρό κύμα το πήρε και το πήγε μακριά… Μα τώρα μόνη δεν είναι. Από τη γυάλινη προθήκη όπου την έχουν τοποθετήσει, έχει συχνή συντροφιά της χαρούμενα προσωπάκια παιδιών, των παιδιών με τα μαύρα ράσα, κι ακούει ξανά τις φωνούλες που για τόσο καιρό είχε στερηθεί… (Να ’ταν άραγε παρόμοιες σκέψεις που έκαναν τον Βασίλη Αλεξάκη, στο βραβευμένο από τη Γαλλική Ακαδημία μυθιστόρημά του “μ. Χ.”, να χαρακτηρίσει το κεφαλάκι αυτό ως το αξιολογότερο έκθεμα της μικρής Συλλογής της Αθωνιάδος και να θεωρήσει τη Συλλογή αυτή εφάμιλλη με αυτήν της Βατοπεδίου; Μεγάλη η τιμή, προσωπικά ωστόσο δεν τολμώ τη σύγκριση με τη δεύτερη, πίσω από την οποία υπάρχει ένα αγγλικό στέμμα… Δεν θα ξεχάσω όμως τη συγκίνηση που ένιωσα όταν εξέθεσα για πρώτη φορά, στην καρδιά της ξακουστής ανδροκρατούμενης μοναχοπολιτείας, τα λιγοστά ευρήματα που μαρτυρούν την παρουσία παιδιών και γυναικών στον παράξενο και ιερό αυτόν τόπο, όπως ένα θραύσμα θηλάστρου ή τα βαρύδια που τέντωναν το υφαντό στους αργαλειούς των γυναικών, στις μικρές και όμορφες παραθαλάσσιες πόλεις τους, που ο χρόνος έχει πια ολότελα αφανίσει… Αφιερωμένο στην ομάδα των Αθωνιτών συνεργατών μου, ιεροσπουδαστών και δασκάλων, με τους οποίους κατάρτισα την πρώτη στην εκπαιδευτική μου διαδρομή Σχολική Διδακτική Συλλογή). |
Θραύσμα προτομής ειδωλίου γυναικείας μορφής. Τα μάτια αποδίδονται με επίθετο πηλό σιταρόσχημα, η μύτη σχηματίζεται χονδρή και ευθεία, όμως στα χείλη και στο πλάσιμο του πιγουνιού διαγράφονται χαρακτηριστικά ιωνικής αβρότητας του πρώιμου 5ου π.Χ. αιώνα.
(Αρχαιολογική Συλλογή Αθωνιάδος. Σινική με ραπιντογράφο, πενάκι και μολύβι). |