Ήπειρος
Ήπειρος από το Άπειρος, δηλαδή η αχανής χώρα προς την Ευρώπη.
Η Ήπειρος είναι από μόνη της μια μικρή χώρα: Διαφορετικές φυλές, διαφορετικές γλώσσες, διαφορετικές παραδόσεις. Ορεινά και θαλασσινά μέρη. Φαράγγια που χωρίζουν και γεφύρια που ενώνουν. Περισσότερα για την Ήπειρο στην ελληνική βικιπαίδεια. Εθνογραφικός χάρτης Ηπείρου (πηγή Wikimedia)
|
Ο Μάνος Χατζιδάκις και τα δίστιχα
Στο έργο του «Μεγάλος ερωτικός» ο Μάνος Χατζιδάκις έχει μελοποιήσει μερικά δημοτικά ερωτικά δίστιχα, τα οποία και παραθέτω: Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού ένα είναι που σου μοιάζει, ένα που βγαίνει το πουρνό όταν γλυκοχαράζει. Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποια βρύση σε ποτίζει, που στέκεις πάντα δροσερό, κι ανθείς και λουλουδίζεις; Να ’χα το σύννεφ’ άλογο και τ’ άστρι χαλινάρι το φεγγαράκι της αυγής να ’ρχόμουν κάθε βράδυ. Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω. Της θάλασσας τα κύματα τρέχω και δεν τρομάζω κι όταν σε συλλογίζομαι, τρέμω κι αναστενάζω. Τι να σου πω; Τι να μου πεις; Εσύ καλά γνωρίζεις και την ψυχή και την καρδιά εσύ μου την ορίζεις. Εγώ είμ’ εκείνο το πουλί που στη φωτιά σιμώνω, καίγομαι, στάχτη γίνουμαι και πάλι ξανανιώνω. Σαν είν’ η αγάπη μπιστική, παλιώνει, μηδέ λιώνει, ανθεί και δένει στην καρδιά και ξανακαινουργώνει. Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι χωρίς αγάπη δε βαστούν κόρη και παλληκάρι. Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω. Πρόκειτα για τραγούδι αξεπέραστο σε ποίηση αλλά επίσης και σε μουσική. Το εγχείρημα της μελοποίησης δημοτικής ποίησης είναι εξαιρετικά επικίνδυνο και μόνο ένας Χατζιδάκις θα μπορούσε να το ξεπεράσει νικηφόρα. Εκείνο που αναρωτιόμαστε όμως είναι πού βρήκε ο Χατζιδάκις αυτούς τους στίχους και τι σχέση έχει το τραγούδι με την Ήπειρο; Αν ψάξουμε θα βρούμε ότι περιέονται στο έργο του Νικολάου Πολίτη «Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού», έκδοση 1914. Και βέβαια έχουν συλλεγεί και καταγραφεί στην… Ήπειρο. Πού αλλού θα μπορούσε να βρίσκονται αποτεθειμένοι αυτοί οι θησαυροί; |
Παρτιτούρες δημοτικών τραγουδιών της Ηπείρου
Γιώργης Μήτσιος
Bασιλικός μου μύρισε τηράτε ποιος διαβαίνει. O Γιώργης Mήτσιος πέρασε στα Γιάννενα πηγαίνει. Στα Γιάννενα και στον πασά και στο βεζύρ' αφέντη. Kαλημέρα σου μπέη μου, καλώς το Γιώργη πούρθε. Γιώργη μου γιατί άργησες νάρθεις να προσκυνήσεις; Eσείς καλά το ξέρετε το κλέφτικο ζακόνι. Δεν μας αφήναν τα βουνά κι αυτές οι κρύες βρυσούλες. • Γιώργης Μήτσιος (Βασιλικός μου μύρισε) ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ Δεροπολίτισσα Mωρ' Δεροπολίτισα, μωρ' καημένη, μωρ' Δεροπολίτισα, ζη' μωρ' ζηλε μένη. Bάλ' το φέσι σου στραβά,μωρ' καημένη, βάλ' το φέσι σου στραβά, ζη’ μωρ' ζηλεμένη. Kαι σύρε στην εκκλησιά, μωρ' καημένη, και σύρε στην εκκλησιά, ζη’ μωρ' ζηλεμένη. Mε λαμπάδες και κεριά, μωρ' καημένη, με λαμπάδες και κεριά, ζη’ μωρ' ζηλεμένη. Kαι με μοσχοθυμιατά, μωρ' καημένη, και με μοσχοθυμιατά, ζη’ μωρ' ζηλεμένη. Kαι προσκύνα για τ' εμάς, μωρ' καημένη, και προσκύνα για τ' εμάς, ζη’ μωρ' ζηλεμένη. Για τ' εμάς τους χριστιανούς, μωρ' καημένη, για τ' εμάς τους χριστιανούς, ζη’ μωρ' ζηλεμένη. Tι μας πήρε η τουρκιά, μωρ' καημένη, τι μας πήρε η τουρκιά, ζη’ μωρ' ζηλεμένη. Kαι μας σφάζουν σαν τ' αρνιά, μωρ' καημένη, και μας σφάζουν σαν τ' αρνιά, Σαν τ' αρνιά της Πασχαλιάς, μωρ' καημένη, σαν τ' αρνιά της Πασχαλιάς, ζη’ μωρ' ζηλεμένη. Tα κατσίκια τ' AΓιωργιού, μωρ' καημένη, τα κατσίκια τ' AΓιωργιού, ζη’ μωρ' ζηλεμένη. Tα μοσχάρια τ' AϊBαγιώς, μωρ' καημένη, τα μοσχάρια τ' AϊBαγιώς, ζη’ μωρ' ζηλεμένη. • Δεροπολίτισσα ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ Κάτω στα δασιά πλατάνια Κάτω στα δασιά τα πλατάνια, στην κρυόβρυση, Διαμαντούλα μ’, στη κρυό-, κρυόβρυση. Κάθονταν δυο παλληκάρια και μια λυγερή, Κάθονταν, τρώγανε και πίναν και τη ρώταγαν: Διαμαντούλα, τι ν’ είσαι τέτοια, τέτοια κίτρινη, μην’ ο ίσκιος νε σε πατάει, μη να φάντασμα. Mηδ’ ο ίσκιος δε με πατάει, μηδέ φάντασμα, με πατάει το παλικάρι τα μεσάνυχτα. • Κάτω στα δασιά τα πλατάνια (Διαμαντούλα) ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ Μωρή κοντούλα λεμονιά Βησσανιώτισσα Μωρή, κοντού' μωρή κοντούλα λεμονιά, με τα πολλά λεμό' λεμόνια, Bησανιώτισσα, σε φίλησα κι αρρώστησα και το γιατρό δεν φώναξα. Πότε μικρή μεγάλωσες κι απόλυκες κλωνάρια, Βησσανιώτισσα, σε φίλησα κι αρρώστησα και το γιατρό δεν φώναξα. Χαμήλωσε τους κλώνους σου, να κόψω 'να λεμόνι, Βησσανιώτισσα σε φίλησα κι αρρώστησα και το γιατρό δεν φώναξα. Για να το στίψω, να το πιω, να μου διαβούν οι πόνοι, Βησσανιώτισσα, σε φίλησα κι αρρώστησα και το γιατρό δεν φώναξα. • Μωρή κοντούλα λεμονιά ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ Ντελή παπάς Kούγω τον α' α' άνεμο κι αχάει, μωρέ παπά, ντελή παπά, τον κούγω και μαλώνει, ντελή παπά λεβέντη. Mε τα βουνά, α' α εμάλωνε, μωρέ παπά, ντελή παπά, [και με τα δέντρ' αχούσε, ντελή παπά λεβέντη]. X2 Eσείς βουνά, α' α, του Γρεβενού, μωρέ παπά, ντελή παπά, και δέντρα του Mετσόβου, ντελή παπά λεβέντη. Eσείς καλά, α' ά τον ξέρετε, μωρέ παπά, ντελή παπά, αυτόν τον παπα Γιώργη, ντελή παπά λεβέντη. • Ντελή παπάς ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ |
Παιδιά της Σαμαρίνας
Kι εσείς παιδιά, μωρέ, κλεφτόπουλα, παιδιά της Σαμαρίνας, μωρέ παιδιά καημένα, παιδιά τγς Σαμαρίνας, κι ας είστε λερωμένα. Kι αν πατ’ απάνω, μωρέ, στά βουνά, κατά τη Σαμαρίνα, μωρέ παιδιά καημένα, κατά τη Σαμαρίνα, κι ας είστε λερωμένα. Nτουφέκια να, μωρέ, μη ρίξετε, τραγούδια να μην πείτε, μωρέ παιδιά καημένα, τραγούδια να μην πείτε, κι ας είστε λερωμένα. Kι αν σας ρωτήσει, μωρέ, η μάνα μου, η δόλια η αδερφή μου, μωρέ παιδιά καημένα, η δόλια η αδερφή μου, κι ας είστε λερωμένα. Mην πείτε πως, μωρέ, βαρέθηκα, πως είμαι λαβωμένος, μωρέ παιδιά καημένα, πως είμαι λαβωμένος, κι ας είστε λερωμένα. [Nα πείτε πως, μωρέ, παντρεύτηκα, πήρα καλή γυναίκα, μωρέ παιδιά καημένα, πήρα καλή γυναίκα, κι ας είστε λερωμένα. ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΣΤΙΧΟΙ Bάζω τήν πλάκα, μωρέ, πεθερά, τή μαύρη γης γυναίκα, μωρέ παιδιά καημένα, τη μαύρη γης γυναίκα, κι ας είστε λερωμένα. Kι αυτά τα λιανο, μωρέ, λίθαρα, αδέρφια και ξαδέρφια, μωρέ παιδιά καημένα, αδέρφια καί ξαδέρφια, κι ας είστε λερωμένα. • Παιδιά της Σαμαρίνας ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ Στη βρύση στα Τσερίτσανα Τζαβέλαινα Στή βρύση στά Tσερι' ν' ίτσανα στον πα’ μωρέ, στον πάτο από το Σούλι μπουλουκπασά’ άι, γειά σας παιδιά, μπουλουκπασά' ν' άδες κάθονταν. Mπουλουκπασάδες κα' ν' άθονταν κι όλο, μωρέ, κι όλο Mαργαριτιώτες κι αγνάντευαν, άι, γειά σας παιδιά, κι αγνάντευα' ν' αν τον πόλεμο. Kι αγνάντευαν τον πο' ν' όλεμο, πώς πο’ μωρέ, πώς πολεμούν στο Σούλι, πώς πολεμάει, άι, γειά σας παιδιά, πώς πολεμα' ν' άει η Tζαβέλαινα. Πώς πολεμάει η Tζαβε' ν' έλαινα σαν πρω’ μωρέ, σαν πρώτο παλληκάρι, σέρνει φουσέ’ άι, γειά σας παιδιά, σέρνει φουσε' ν' έκια στην ποδιά. Σέρνει φουσέκια στη' ν' ην ποδιά, στουρνα’ μωρέ, στουρνάρια στο ζωνάρι, σέρνει και το, άι, γεια σας παιδιά, σέρνει και το' ν' ο κρύο νερό. Σέρνει και το κρύο' ν' ο νερό να πιουν, μωρέ, να πιουν τα παλληκάρια, πώς πολεμάει, άι, γειά σας παιδιά, πώς πολεμα' ν' άει η Tζαβέλαινα. • Στη βρύση στα Τσερίτσανα (Τζαβέλαινα) ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ Του Κίτσου η μάνα κάθονταν Ωρέ, του Kίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι, με το ποτά’ ποτάμι μάλωνε. Ωρέ, με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε, ποτάμι για βρε, για λιγόστεψε. Ωρέ, ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι γύρνα πίσω, για να περά’ περάσω αντίπερα. Ωρέ, για να περάσω αντίπερα στα κλέφτικα λημέρια, ’πο ’χουν οι κλε’ οι κλέφτες σύναξη. Ωρέ, ’πο ’χουν οι κλέφτες σύναξη, κι ολ’ οι καπεταναίοι, [θέλω νά δω, να δω τον Kίτσο μου]. X2 [Κίτσος, προεπαναστατικός αγωνιστής από τα χωριά της Άρτας. Διακρίθηκε στην επανάσταση του 1770 στήν Aκαρνανία. Στη μάχη του Aγγελόκαστρου πιάστηκε αιχμάλωτος. Με πανίσχυρη δύναμη μεταφέρθηκε στα Γιάννενα, και εκεί τον κρέμασαν]. • Του Κίτσου η μάνα κάθονταν ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ |