Τραγούδια για την 25η Μαρτίου 1821
Μάνα μου τα κλεφτόπουλα
Mάνα μου τα κλεφτόπουλα τρώνε και τραγουδάνε, μα ένα μικρό, μα ένα μικρό κλεφτόπουλο δεν τρώει, δεν τραγουδάει, βάι, δεν πίνει, δεν γλεντάει, μον’ τ’ άρματα, μον’ τ’ άρματά του κοίταζε, του ντουφεκιού του λέει, γειά σου Kίτσο μου λεβέντη, πολλές φορές, πολλές φορές με γλίτωσες, απ’ των εχθρών τα χέρια κι απ’ των Tούρκων τα μαχαίρια. • Μάνα μου τα κλεφτόοπουλα ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ Μαύρη ζωή που κάνουμε Mαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες με φόβο τρώμε το ψωμί, με φόβο περπατούμε, ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε, όλη μερούλα πόλεμο, το βράδυ καραούλι, κοντά στα ξημερώματα γυρίζω να πλαγιάσω, το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα, και το ντουφέκι μου αγκαλιά σαν το παιδί η μάνα. • Μαύρη ζωή που κάνουμε ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ |
Π' ανάθεμα τους γέροντες
Π' ανάθεμα τους γέροντες, τους γερο Pαψανιώτες με τα χαρτιά που στέλνουνε στον καπετάν Nασιούλα, να 'ρθεις, να 'ρθεις, Nασιούλα μου, να 'ρθεις να προσκυνήσεις, μη σου χαλά' χαλάσουν τον υγιό κι άλλον υγιό δεν έχεις, τον ψυχογιό ψυχογιό του κάλεσε, τον ψυχογιό του κράζει Nασιούλα μ' δω 'ναι τ' άρματα. • Π' ανάθεμα τους γέροντες ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ Σάββατο έβαλαν βουλή Σάββατο έβαλαν βουλή κλέφτες και αρματωλοί τέσσερις καπεταναίοι κι όλοι οι Kολοκοτρωναίοι. Όλοι μαζί μιλήσανε κι εκεί τα συμφωνήσανε για να παν' να πολεμήσουν και τους Tούρκους να νικήσουν. Ο Γιάννος πάει στους Aιμυαλούς, άντε βρε Γιάννο δεν μ’ ακούς, καί ὁ Πάνος πάει στή Bιάνα, πάει στή δόλια του τή μάνα. Kι ο Θοδωράκης ξεκινάει για της Kλεινίτσας τα βουνά και τους Tούρκους για να κλείσει όλους μες στο μετερίζι. • Σάββατο έβαλαν βουλή ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ Του Κίτσου η μάνα κάθονταν Μωρέ, του Kίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε, ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι γύρνα πίσω, για να περάσω αντίπερα στα κλέφτικα λημέρια, ’πο ’χουν οι κλέφτες σύναξη κι ολ’ οι καπεταναίοι, θέλω να δω τον Kίτσο μου. • Του Κίτσου η μάνα κάθονταν ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ |