Κύπρος
|
Alexander-Michael Hadjilyra - CC BY 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=7986046
|
Παρτιτούρες δημοτικών τραγουδιών της Κύπρου
Έσυρα το μήλον
Έσυρα το μήλον πάνω στή μηλιάν τσι’ επέσασι τα φύλλα τσι’ εμείναν τα κλωνιά. Έσυρα το μήλον πά’ στη συκαμιάν, τσι’ είπε μου εν’ νά ’ρτει τσιείνη τσι’ άλλη μια. Έσυρα το μήλον πά’ στην τερατσιάν, τσι’ ένεψα της μιάλης τσι’ ήρτεν η μιτσιά. Έσυρα το μήλον πα’ στο δώμαν της, τσι’ είπεν μου εν’ να ’ρτει με το στόμαν της.
Τηλλυρκώτισσα Έσι έ(βερεβε)ναν ά(βαραβα)στρον τζαι (βερεβε) μιτσίν μες στου(βουρουβου)ς επτά (βαραβα) πλανή(βηρηβη)τες μα(βαρα)βρομά(βαρα)τα μου. Tζαι πκιά(βαραβα)σαν με (βερεβε) μες στη(βηρηβη)ν καρκιάν τα λό(βοροβο)για που (βουρουβου) μου εί(βειρειβει)πες για(βαρα)λλουρού(βουρου)δα μου. Eπή(βηρηβη)αν τζ' εί(βειρειβει)παν τη(βηρηβη)ς πελλής πως ε(βερεβε)ν να πά(βαραβα)ω πέ(βερεβε)ρα, μα(βαρα)βρομά(βαρα)τα μου. Tζαι μά(βαραβα)εψε(βερεβε)ν τη θά(βαραβα)λασσαν τζαι σή(βηρηβη)κωσε(βερεβε)ν αέ(βερεβε)ρα για(βαρα)λλουρού(βουρου)δα μου. |
Τέσσερα παλληκάρια Τέσσερα τζιαι τέσσερα γίνουνται οκτώ, τέσσερα παλληκάρια πάνε στον πόλεμο. Στον δρόμον που πηγαίνασιν επεινάσασι τζ’ εκάτσασιν να φάσιν τζιαι εδιψάσασι. Γυρεύουν να ’βρουν βρύσιν απάνω στο βουνό τζ’ ηύρασιν έναν λάκκον των εκατώ ορκών. Ερίξαν το λαχνίν τους πκιος εν’ να κατεβεί τζιαι έπεσεν η μοίρα πα’ στο μικρό παιδί. Δέστε με αδέρκια μου τζι’ εγιώ να κατεβώ μες στο ερημολάτσιν, να βκάλω το νερόν. Τζιαι τότε τα αδέρκια του τον σφικτοδέσασιν, μες στο ερημολάτσιν τον κατεβάσασιν. Εβκάρτε με αδέρκια μου γιατ’ είδα το νερόν, εν’ κότζινον τζιαι μαυρον μα τζιαι φαρματσερόν. Ώσπου να τον τραβήξουσιν τζιαι να τον βκάλουσιν οι όφεις τζιαι τα φίδκια τον μισοφάγασιν. Οπόταν επιστρέψετε εις την πατρίδα μου να τρώτε τζιαι να πίνετε εις την υγείαν μου. Να πείτε της μανούλας μου στα μαύρα να ντυθεί γιατί τον γιον της τον μιτσήν έθθα τον ξαναδεί. |