Ο ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ της ΛΑΜΙΑΣ όπως τον έζησε μια 20χρονη Λαμιωτοπούλα, η μητέρα μου
Ένα χρόνο πριν φύγει από τη ζωή η μητέρα μου, αφηγήθηκε στη μικρή εγγονή της, που φέρει τ’ όνομα της, τις αναμνήσεις της από τη μαύρη μέρα του βομβαρδισμού της Λαμίας, ανήμερα της Μεγάλης Παρασκευής, 18 Απριλίου του 1941…
Τα θηρία του βορρά, τσαλαπατώντας και ισοπεδώνοντας κάθε έννοια ηθικού πολιτισμού , τραγικά αδιαφορώντας για το δράμα του άμαχου πληθυσμού - το μεγάλο θύμα όλων των πολέμων - αγωνιζόταν να οικοδομήσουν έναν νέο “τελειότερο” κόσμο… Μέσα στον γνόφο της βαρβαρότητας κάποιοι άνθρωποι της εθνικότητας του εχθρού, κρατώντας τα τελευταία απομεινάρια της έννοιας “άνθρωπος”, έσωσαν μεγάλο μέρος του άμαχου πληθυσμού της πόλης από μεγαλύτερη καταστροφή. Παραθέτω από την αφήγηση της μητέρας μου ένα μικρό απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα, αλλάζοντας μόνο την προφορά των λέξεων.
― (…) Ήταν γλυκό το απόγευμα εκείνης της Μεγάλης Πέμπτης και τα παιδάκια είχαν ξεχυθεί στις αυλές των σπιτιών, να μαζέψουν λουλούδια για να στολίσουν τον ξύλινο σταυρό, με τον οποίο την άλλη μέρα θα έλεγαν τα κάλλαντα: "Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα…" Κανένας δεν φαντάζονταν πως η Μεγάλη Παρασκευή που θα ξημέρωνε θα ήταν πραγματικά μαύρη… Η γυναίκα του γιατρού Λουκά Τσαγκάρη ήταν Γερμανίδα. Αυτή, ξέροντας για τον βομβαρδισμό που θα γινόταν, λυπήθηκε τον κόσμο και τον ειδοποίησε να φύγει… Είχαν ένα χωνί και μ’ αυτό φωνάζαν “Φύγετε όλοι… Φύγετε! Η Λαμία θα βομβαρδιστεί…” Ξημερώνοντας η άλλη μέρα, έρχεται ο Πανόπουλος [οικογενειακός φίλος, τεχνικός στον κινηματογράφο] και μου λέει: “Έχω διαταγή από τ’ αδέρφια σου να σε πάρω μαζί μου…” “Όχι”, λέω, “θα καθήσω εδώ…” “Θα φύγουμε”, λέει η μάνα μου, “δε θα καθήσουμε εδώ…” Είχαμε σκοπό να βγούμε στα “Καφασέικα” (μια αμφιθεατρική πλαγιά με ελιές, στην περιοχή Άνοιξη), να καθήσουμε αποκάτω απ’ τις ελιές, αλλά όποιος έκατσε εκεί είδε το χάρο με τα μάτια του, δε μπορούσε να σταθεί… Μετά, πήγαμε στα Γαλανέικα [συνοικία στο βόρειο άκρο της πόλης]. Εκεί συναντήσαμε μια Κανέλαινα, που ήθελε να πάρει και τη γελάδα μαζί της… Είχε δυο παιδιά στο στρατό. Πήρε και τη γελάδα μαζί της… Πήραμε κι αυτή, και την Κυρατζίνα την αδερφή του Πανόπουλου, και τα παιδιά του και μια γειτόνισσα, και απ’ τα Γαλανέικα περάσαμε από τον Άγιο Λουκά και τ’ Αραπόρεμα και φτάσαμε με τα πόδια στο Παγκράτι [συνοικία στο νοτιοδυτικό άκρο της πόλης]. Στο Παγκράτι, βλέπουμε κι έρχονταν ένα σύννεφο αεροπλάνα… Μετράγαμε: δεκαπέντε, τριάντα… σύννεφα-σύννεφα… Είπαμε να μπούμε μες στο καφενείο το γωνιακό, στο Παγκράτι - εκεί που πηγαίνει ένας δρόμος για το Σταυρό κι ένας για το Φρατζή… Γυρίζει ο Πανόπουλος και μου λέει: Αγγελική, δεν θα καθήσουμε εδώ… Θα σπάσουν τζάμια, θα τραυματιστούμε, είναι στρατός… Γιατί ήτανε… πώς το λέμε τώρα, το ΚΕΥΠ… Είναι ο στρατός… Κι αφού είναι στρατός, θα βομβαρδιστούμε… Να βγούμε στα χωράφια… Ο πατέρας μου επέμενε, ήταν κι άρρωστος, να μπούμε μέσα… Όχι, μπάρμπα Θανάση, θα βγούμε στα χωράφια κάτω… Βγαίνουμε στα χωράφια, όπως πηγαίνουμε για το Φρατζή… ― Δεν κρυφτήκατε σε μια γεφυρούλα; ― Όχι, εκεί ήταν ο πατήρ Πάμφιλος [εμβληματική μορφή ιερέως της πόλης, με πολύ λαό να τον ακολουθεί]. Γύριζε με τον Επιτάφιο μες στην εκκλησία, άκουσε τις σειρήνες να ουρλιάζουν και λέει “Ας φύγουμε, δεν θα γλυτώσουμε…” Πήγε λοιπόν και στρούπωσε από κάτω απ’ το γεφυράκι, για να γλυτώσει… Εμείς, όπως πηγαίνει ο δρόμος για το Φρατζή, αριστερά, μπήκαμε στα χωράφια μέσα. “Πεσ΄τε όλοι κάτω, λέει, μπρούμυτα…” Η μανούλα μου, επειδής είχε καμπούρα, αναστέναζε: “Αχ, πλατούλα μ’… Εσύ θα φας τις πρώτες βόμπες… Ο Πετράκης (εγγονός από τον μεγαλύτερο γιο), πεντάχρονο παιδάκι τότε που ήταν κι αυτός μαζί μας, προσπαθούσε να της δώσει θάρρος: Μη φοβάσαι, γιαγιά… Κουράγιο, γιαγιά…
(Υπάρχει συνέχεια στην αφήγηση, που έγινε καθ’ υπαγόρευση και είναι πολύ ενδιαφέρουσα γιατί παρουσιάζει την ταλαιπωρία των Λαμιωτών καθώς ανηφόριζαν, ζητώντας καταφύγιο, στις πλαγιές των “Δυο Βουνών”, τη βοήθεια που τους παρείχαν οι βοσκοί αλλά και την εχθρότητα που αντιμετώπισαν από κάποιους άλλους (“Άτιμοι Λαμιώτες, θα μας πάρετε στο λαιμό σας…”), τον τρόπο που στήνανε τα πρόχειρα καταλύματά τους με κλαριά δέντρων (“μπάτσες” τα έλεγαν…), τις πληροφορίες που έρχονταν για νεκρούς και γκρεμισμένα σπίτια - δυστυχώς όμως το χειρόγραφο έχει κάπου κρυφτεί μες στα πολλά χαρτιά του σχολείου…).
Αθανάσιος Τσουκνίδας 18 Απριλίου 2024
Η μητέρα μου Αγγελική με τον αδερφό της Λευτέρη (μετέπειτα πολιτικό πρόσφυγα στην Τασκένδη). Σε πρώτο επίπεδο η γιαγιά μου Βασιλική με τον παππού μου Θανάση Λιακόπουλο (Λαμία, φωτογραφία λίγο πριν την έναρξη του πολέμου).
Το Δικαστικό Μέγαρο Λαμίας, ένα αριστοτέχνημα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, με το "ρεκτιφιέ" των πολιτισμένων εισβολέων…
Οδός Καποδιστρίου, μπροστά από το Δικαστικό Μέγαρο… Παντού ερείπια… Στο βάθος, αχνοφαίνεται ο ανδριάντας του Διάκου, με υψωμένο απειλητικά το χέρι που κρατά το κομμένο σπαθί… Είναι αυτό το χέρι που ενέπνευσε τους πρώτους αντάρτες της Ρούμελης ενάντια στον κατακτητή ("μας οδηγεί του Διάκου μας το τιμημένο χέρι…"